Πριν από λίγο καιρό, όταν ο Συνήγορος του Παιδιού Γ. Μόσχος επισκέφθηκε τις φυλακές νέων του Αυλώνα, έμεινε εμβρόντητος από όσα αντίκρισε. Αυτό όμως που τον συγκλόνισε ήταν ένας 14χρονος αλλοδαπός κρατούμενος που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Με αμήχανες κινήσεις και ανήσυχο βλέμμα, ο μικρός κίνησε το ενδιαφέρον του. Όπως έμαθε, ο ανήλικος «εγκληματίας» είχε φυλακισθεί ως «επικίνδυνος κακοποιός» για πώληση παράνομων cd και κακουργηματική διακίνηση μεταναστών!1
Η περίπτωση του 14χρονου φυλακισμένου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της οργανωμένης εκδίκησης που ονομάζουμε «Δικαιοσύνη». Και λέμε εκδίκηση γιατί είναι η «Δικαιοσύνη» που διαχειρίζεται την “ομαλή” λειτουργία της κοινωνίας και παίρνει εκδίκηση εναντίον όλων εκείνων που παραβιάζουν αυτή τη λειτουργία. Ποια είναι αυτή η “ομαλή” λειτουργία; Μα εκείνη που φυλακίζει ένα 14χρονο παιδί για πώληση παράνομων cd και κακουργηματική διακίνηση μεταναστών και αφήνει ελεύθερο έναν Χριστοφοράκο, αφού τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται έχουν… ήδη παραγραφεί!
Το ποινικό σύστημα αποτυπώνει την ποιότητα αξιών και το επίπεδο λειτουργίας κάθε κοινωνίας. Και αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα ποσοστά των φυλακισμένων στην Ελλάδα αυξήθηκαν εντυπωσιακά τα τελευταία δώδεκα χρόνια (κατά 59% από το 1998) και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων είναι εκείνοι που δεν μπορούν να εξαγοράσουν τις ποινές τους (τοξικομανείς, “κλεφτρόνια” κτλ.), πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είμαστε όσον αφορά τη λειτουργία της αδέκαστης «Δικαιοσύνης»;
Χρειάζεται σοβαρός βαθμός δικαιικής μυωπίας για να παραβλέπει κανείς την πραγματικότητα του συστήματος απονομής δικαίου. Ποιός θα αμφισβητούσε ένα φυλακισμένο όταν τον διαβεβαίωνε ότι: «Μόνο οι μικροαπατεώνες είναι μέσα, οι μεγαλοαπατεώνες είναι ελεύθεροι και τους σέβονται όλοι»; Τί θα του απαντούσαμε γνωρίζοντας την ύπαρξη μεγάλων χρηματιστικών εταιριών, προορισμένων καθαρά στο να αποσπούν και τα τελευταία σεντς των φτωχών, με τα ανώτερα στελέχη να αποσύρονται την κατάλληλη στιγμή, αποκομίζοντας καλά, νόμιμα κέρδη από αυτές τις μικρές περιουσίες; Ή τί θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε έναν άλλο που θα μας έλεγε: «Απλώς δεν φέρθηκα αρκετά έξυπνα» γνωρίζοντας τα όσα συμβαίνουν στα ανώτερα κλιμάκια και τον τρόπο με τον οποίο βγαίνει η ετυμηγορία “αθώος”, μετά από φοβερά σκάνδαλα γι’ αυτούς τους μεγαλοληστές; Ποιός μπορεί να το αμφισβητήσει γνωρίζοντας τις απίστευτες απάτες που διεπράχθησαν στο “σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου” ή την ύπαρξη παραδικαστικών κυκλωμάτων και τη δράση επίορκων δικαστών;
Μόνο οι αφελείς θα εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην τυφλή και ανεξάρτητη «Δικαιοσύνη», στη «Δικαιοσύνη» που δεν διακρίνει ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, στη «Δικαιοσύνη» που δεν εξαγοράζεται, δεν χειραγωγείται από κομματικά συμφέροντα. Ένας θεσμός που συνυπάρχει και συνδέεται με το δεσμό αιτίου-αποτελέσματος με το Κράτος, δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει αναπόφευκτα τις ιεραρχικές, συγκεντρωτικές, αντιελευθεριακές αρχές του. Διότι και οι δύο αυτοί θεσμοί αντλούν την καταγωγή τους από την ίδια ιδέα: την Εξουσία που φροντίζει για τη λειτουργία της κοινωνίας σύμφωνα με τις επιταγές της κυριαρχίας και συμβάλλει στη διατήρησή της και στην αναπαραγωγή της μέσω της αστυνομίας, των δικαστηρίων, των φυλακών κτλ.
Σήμερα, σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, όπου η κυριαρχία στοχεύει κύρια στην επέκταση των όρων υποταγής στις προσταγές της και στη μετατροπή των ανθρώπων σε άβουλα όντα που τυφλά θα τις υπακούν και θα τις εκτελούν, η «Δικαιοσύνη» παίζει το ρόλο του αταλάντευτου στυλοβάτη της. Η δικαστική εξουσία έχει προ πολλού αυτοπαγιδευτεί σε ακόμη πιο ακραίες πολιτικές και οικονομικές ανισότητες, των οποίων οι συνέπειες συσσωρεύονται και έρχονται στο φως με την ευκαιρία της αύξησης του νομικού οπλοστασίου και της ταυτόχρονης διαφθοράς και σήψης του δικαστικού προσωπικού. «Summum jus, summa injuria» (Υπέρτατη δικαιοσύνη, υπέρτατη αδικία)!