η ανάκριση του εμίλ ανρύ

Ένας απ’ τους αναρχικούς που ήταν υπεύθυνος για την επιδημία εκρήξεων που συντάραξε τη Γαλλία μεταξύ 1892 και 1894 και προσέφερε ένα πιο επιβλητικό παράδειγμα αναρχικής ιδιοσυγκρασίας λόγω του γεγονότος ότι ήταν περισσότερο λογικός και διανοούμενος, ήταν ο Εμίλ Ανρύ. Ακολουθεί η ανάκρισή του ύστερα απ’ τη σύλληψή του για βομβιστική επίθεση που πραγματοποίησε για να εκδικηθεί την εκτέλεση του αναρχικού Ωγκύστ Βαγιάν.

Ε: Στις 12 Φλεβάρη μπήκατε στο Café Tερμινούς.

Α: Ναι, στις οκτώ η ώρα.

E: Η βόμβα σας ήταν στη ζώνη του παντελονιού σας.

Α: Όχι, στην τσέπη του παλτού μου.

Ε: Γιατί πήγατε στο Cafe Tερμινούς;

Α: Είχα πάει πρώτα στο Βινιόν, στο Café ντε λα Πε και στο Αμερικαίν αλλά δεν υπήρχαν αρκετά άτομα. Έτσι πήγα στο Tερμινούς και περίμενα.

Ε: Υπήρχε μια ορχήστρα. Πόση ώρα περιμένατε;

Α: Μια ώρα.

Ε: Γιατί;

Α: Έτσι ώστε να υπάρχει περισσότερος κόσμος.

Ε: Και έπειτα;

Α: Γνωρίζετε πολύ καλά.

Ε: Σας ρωτώ.

Α: Πέταξα το τσιγάρο μου! Άναψα το φυτίλι κι έπειτα πήρα τη βόμβα στο αριστερό μου χέρι και, καθώς έφευγα από το café, απ’ την εξώπορτα έριξα τη βόμβα.

Ε: Περιφρονείτε την ανθρώπινη ζωή.

Α: Όχι, τη ζωή των μπουρζουάδων.

Ε: Κάνατε όλα όσα μπορούσατε για να σώσετε τη δική σας.

Α: Ναι, έτσι ώστε να μπορώ να το ξανακάνω. Υπολόγισα την έξοδο απ’ τo cafe, το κλείσιμο της πόρτας, να πάρω ένα εισιτήριο απ’ το σταθμό του Σαιν Λαζάρ, να διαφύγω, και να ξαναρχίσω την επόμενη μέρα.

Ε: Φεύγοντας συναντήσατε ένα σερβιτόρο. Κατόπιν κάποιος Ετιέν σας σταμάτησε λέγοντας: “Σ’ έπιασα, άθλιε!” Απαντήσατε: “Όχι ακόμα.” Τί κάνατε στη συνέχεια;

Α: Τον πυροβόλησα.

Ε: Έπεσε. Τί είπατε;

Α: Πως ήταν τυχερός που δεν είχα καλλίτερο ρεβόλβερ.

Ε: Τότε εμποδιστήκατε από έναν κομμωτή. Τί κάνατε;

Α: Τον πυροβόλησα με το ρεβόλβερ.

Ε: Χτυπήθηκε και δεν έχει θεραπευτεί. Ο πράκτορας Πουασσόν σας ακολούθησε.

Α: Kείνη τη στιγμή, επειδή μαζευόταν κόσμος, σταμάτησα. Περίμενα τον πράκτορα Πουασσόν και πυροβόλησα τρεις φορές εναντίον του με το ρεβόλβερ μου.

Ε: Τότε συλληφθήκατε, κι οι αστυνομικοί δύσκολα μπόρεσαν να σας χωρίσουν απ’ τη μανία του κόσμου.

Α: Που δεν ήξερε τι είχα κάνει.

Ε: Είχατε ειδικές σφαίρες απάνω σας. Γιατί;

Α: Για να προκαλέσω μεγαλύτερη ζημιά.

Ε: Κι ένα μαχαίρι στο οποίο υπήρχε προετοιμασία.

Α: Είχα δηλητηρίασει τη λεπίδα προκειμένου να χτυπήσω έναν αναρχικό πληροφοριοδότη.

Ε: Ήσασταν αποφασισμένος να χτυπήσετε τον πράκτορα μ’ αυτό το όπλο;

Α: Βέβαια.

Ε: Καθήσατε σ’ ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα κι είχατε ρίξει τη συσκευή μπροστά σας. Γιατί δε χτύπησατε περισσότερους ανθρώπους μ’ αυτή την έκρηξη, αφoύ είχατε στοχεύσει στην ορχήστρα;

Α: Έριξα τη βόμβα πολύ ψηλά. Χτύπησε μια λάμπα και βγήκε εκτός πορείας.

Ε: Μια βουβή έκρηξη ακούστηκε και το cafe καταστράφηκε εντελώς: τραπέζια, καθρέφτες, ξυλογλυπτική ήσαν σπασμένα. Υπήρχαν πολλοί τραυματίες: είκοσι. Ένας απ’ αυτούς, ο Μ. Βορδέ πέθανε έκτοτε. Το πόδι του ήσαν καλυμμένο με πληγές. Ένας άλλος, ο M. Βαν Χέρρεβεγκεν δέχτηκε σαράντα πληγές. Υπήρχαν γυναίκες: η Mme Κίνγκσμπουργκ, που εξακολουθεί να υποφέρει απ’ τις πληγές της, πολλοί άλλοι που θ’ ακούσετε. Κι αυτές οι γυναίκες ήσαν τόσο τρομοκρατημένες πούχαν κρύψει το παρουσιαστικό τους και τις πληγές τους. Είπατε ότι όσο πιο πολλοί μπουρζουάδες πέθαιναν τόσο το καλλίτερο θάταν.

Α: Αυτό ακριβώς νομίζω.

Ε: Στην αρχή είπατε πως ονομαζόσασταν Μπρετόν. Λίγο αργότερα αποκαλυφθήκατε κι είπατε ότι τ’ όνομά σας είναι Εμίλ Ανρύ και δώσατε το σχέδιο της συσκευής σας. Πώς έγινε αυτή;

Α: Ήταν μια μικρή χύτρα από κασσίτερο που περιείχε έναν πυροκροτητή κι ένα φυτίλι.

Ε: Είπατε πως ήσασταν σχετικά ανεπιτυχής. Τί σημαίνει αυτό;

Α: Ήθελα να σκοτώσω περισσότερους, αλλά η χύτρα δεν έκλεισε σωστά.

Ε: Είχατε βάλει σφαίρες σ’ αυτήν.

Α: Είχα βάλει 120 βολίδες.

Ε: Ο Βαγιάν, που είπε ότι ήθελε να τραυματίσει κι όχι να σκοτώσει, είχε βάλει καρφιά κι όχι βολίδες.

Α: Εγώ, ήθελα να σκοτώσω κι όχι να τραυματίσω.

Ε: Η κατοικία σας δεν ήσαν γνωστή.

Α: Είχα πει ότι δεν είχα κατοικία στο Παρίσι, δήλωσα ότι έφτασα απ’ τη Μασσαλία ή το Πεκίνο.

Ε: Λίγο αργότερα ένα δωμάτιο στη Βίλλα Φωσέρ διαρρήχθηκε. Η Αστυνομική διεύθυνση βρίσκει εκρηκτικά κι αναγνωρίζει πως αυτό είναι το σπίτι σας.

Α: Δεν ξέρω ποιός λήστεψε το σπίτι μου.

Ε: Ειδοποιηθήκατε ότι η κατοικία σας έχει ανακαλυφτεί και σ’ αυτό το σημείο δηλώσατε ότι ποσότητες εκρηκτικών πρέπει να έχουν βρεθεί στο σπίτι σας.

Α: Είχα αρκετά για να φτιάξω δώδεκα με δεκαπέντε βόμβες.

Ε: (Στους ενόρκους) Γνωρίζετε το έγκλημα και τον κατηγορούμενο, που έχει μόλις ομολογήσει κυνικά το έγκλημά του.

Α: Δεν είναι κυνισμός, είναι πεποίθηση.

Ε: Θέλατε να σκοτώσετε το σερβιτόρο Ετιέν;

Α: Ήθελα να σκοτώσω όλους όσους μ’ εμπόδιζαν στη διαφυγή μου.

Ε: Θέλατε να σκοτώσετε τον πράκτορα Πουασσόν;

Α: Βέβαια. Σήκωσε το ξίφος του και θα μ’ είχε σκοτώσει.

Ε: Θέλατε να σκοτώσετε τους ανθρώπους στο ξενοδοχείο Tερμινούς;

Α: Βέβαια, όσο το δυνατόν περισσότερους.

Ε: Θέλατε να καταστρέψετε το κτίριο;

Α: Ω, δε θα με πείραζε καθόλου!

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου στους ενόρκους: Αυτό θα επαρκούσε για να στηρίξει την ενοχή του κατηγορούμενου. Αλλ’ ανεξάρτητα απ’ το έγκλημα, η δικαιοσύνη – κι αυτό είναι προς τιμή μας – δεν παρεκλίνει ποτέ απ’ τους συνήθεις κανόνες. Πρέπει να εξετάσουμε όλες τις λεπτομέρειες και να σταματήσουμε πριν από άλλη μια ενέργεια για την οποία ο κατηγορούμενος κατακρίνεται.

Ε: Ο πατέρας σας έζησε στη Brevannes, στη συνέχεια πήγε στην Ισπανία, πήρε μέρος στην Παρισινή Κομμούνα, κι η μητέρα σας έμεινε χήρα με τρία παιδιά. Πήρατε υποτροφία απ’ τη Ζαν-Μπατίστ Σαϋ Σχολή, στα δεκαεπτά σας είχατε τα προσόντα για την εισαγωγή στην Πολυτεχνική Σχολή. Δε συνεχίσατε.

Α: Για να μη γίνω στρατιώτης και ν’ αναγκάζομαι να πυροβολώ τους άτυχους, όπως στο Fourmies.

Ε: Βρήκατε δουλειά μ’ έναν οικοδόμο, τον Μ. Βορδενάβ, το συγγενή σας. Πόσα κερδίσατε;

Α: Στη Βενετία κέρδισα 100 φράγκα το μήνα.

Ε: Γιατί φύγατε;

Α: Για λόγους ξένους με την υπόθεση.

Ε: Είπατε πως ήθελε να σας εξαναγκάσει να προβείτε σε μια μυστική παρακολούθηση, το οποίο σας επαναστάτησε. Ο Μ. Βορδενάβ όταν ρωτήθηκε διαμαρτυρήθηκε.

Α: Αναγνώρισε πως υπήρξε μια παρανόηση.

Ε: Βρήκατε τότε άλλη δουλειά.

Α: Υπέφερα τρεις μήνες φτώχειας πριν απ’ αυτή!

Ε: Σε κάθε περίπτωση, είχατε σύντομα μια θέση.

Α: Μια εντελώς μέτρια: 100 με 120 φράγκα το μήνα.

Ε: Κείνη τη στιγμή έρχεστε υπό την επήρεια ενός απ’ τους αδελφούς σας. Λίγο αργότερα συλληφθήκατε μετά από μια συνάντηση προς τιμή του Ραβασόλ, και τ’ αφεντικό σας βρήκε αναρχικά έργα στο γραφείο σας, σημαντικώτερο μια μετάφραση μιας Ιταλικής εφημερίδας που αναφερόταν στο πώς να φτιάχνεις νιτρογλυκερίνη και στην οποία διαβάζουμε: “Ζήτω η κλεψιά, ζήτω ο δυναμίτης!” Μπορούμε να δούμε εκεί τους κανόνες που βάλατε σε εφαρμογή στην επίθεση στην οδό ντε Βονς-Ανφάν. Γι’ αυτό τότε τ’ αφεντικό σας απέλυσε.

Α: Απολύθηκα όταν βρέθηκαν αυτά τα έγγραφα.

Ε: Αναζητήσατε δουλειά σ’ ένα ρολογάδικο. Στη συνέχεια απασχοληθήκατε στην   l ’   E n   d e h o r s ,   με συντάχτη τον Μαθά, που καταδικάστηκε στα 1892 – το χρόνο που φθάσατε στην εφημερίδα – για υποκίνηση απειθαρχίας μεταξύ των στρατιωτών. Αρνηθήκατε να είστε στρατιώτης.

Α: Είχα κάνει τρία χρόνια στα τάγματα του σχολείου και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω σαν στρατιώτης.

Ε: Αποφύγατε το κάλεσμα στη στρατιωτική θητεία και η μητέρα σας αποδοκίμαζε γι’ αυτό.

Α: Φοβήθηκε τον εκπατρισμό μου.

Ε: Με τη σύσταση του Ορτίζ, ενός ληστή, πήγατε να εργαστείτε για τον Μ. Δυπουά.

Α: Δεν ξέρω τί είχε κάνει ο Ορτίζ από τότε που τον γνώρισα.

Ε: Ο Μ. Δυπουά είχε αυξήσει το μισθό σας.

Α: Τον αγαπούσα πολύ.

Ε: Θα θέλατε να επαναλάβω πριν τους ενόρκους τις ομολογίες που κάνατε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης; Θα ήθελα πάρα πολύ να είστε εσείς ο οποίος τις λέει.

Α: Βέβαια. Αύριο θα δώσω τα κίνητρα για την πράξη μου. Η   Ε τ α ι ρ ί α   Κ α ρ μ ώ   εκπροσωπείται στο Παρίσι απ’ τη διοίκησή της. Ύστερα απ’ την απεργία αγόρασα μια χύτρα. Είχα δυναμίτη, έναν πυροκροτητή, φυτίλια.

(Η ανάκριση συνεχίζεται. Ο κατηγορούμενος αρνείται να πει τι έκανε κατά τη διάρκεια του 1893. Κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου στην ανάκριση ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου φωνάζει:)

Ε: Βγάλτε το σκασμό!

Α: Δε μου καίγεται καρφί. Δε βγάζω το σκασμό. Γνωρίζω πολύ καλά πως θα καταδικαστώ σε θάνατο.

Ε: Για άκουσέ με· νομίζω πως υπάρχει μια ομολογία που είναι επιζήμια για την περηφάνεια σου. Ο Βαγιάν παραδέχθηκε πως έλαβε 100 φράγκα από ένα κλέφτη. Δε θέλετε ν’ αναγνωρίσετε ότι απλώσατε το χέρι σας για να εισπράξετε τα χρήματα από μια κλοπή, το χέρι που βλέπουμε σήμερα καλυμμένο με αίμα.

Α: Τα χέρια μου είναι καλυμμένα με αίμα, όπως η κόκκινη τήβεννός σας! Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω λόγο να σας απαντήσω.

Ε: Είστε κατηγορούμενος κι είναι καθήκον μου να σας ανακρίνω.

Α: Δεν αναγνωρίζω τη δικαιοσύνη σας.

Ε: Δεν αναγνωρίζεις τη δικαιοσύνη. Δυστυχώς για σένα, είσαι στα χέρια της, κι οι ένορκοι θάναι σε θέση να το εκτιμήσουν αυτό.

Α: Το γνωρίζω!

(Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου): Μείνετε στη θέση σας.

Zαν Μαιτρόν, Ravachol et les anarchistes. Παρίσι, Julliard, 1964

Μετάφρ. aixmi

 

Επιστολή στο Διευθυντή της Κονσιερζερί
Απολογία