Στη δίκη για δολοφονία μετά από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων, ο Ραβασόλ επιχείρησε να δώσει την ακόλουθη ομιλία, όχι για να αμφισβητήσει την ενοχή του, αλλά να την αποδεχτεί και να την εξηγήσει. Σύμφωνα με σύγχρονες μαρτυρίες, διακόπηκε μετά από λίγες λέξεις, και η ομιλία ποτέ δεν εκφωνήθηκε. Αποκεφαλίστηκε λίγο αργότερα.
Eάν μιλώ, δεν είναι για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι, αφού η κοινωνία μόνον είναι υπεύθυνη, επειδή απ’ την ίδια της την οργάνωση βάζει τον άνθρωπο σε μια διαρκή πάλη του ενός εναντίον του άλλου. Στην ουσία, δε θα δούμε σήμερα, σ’ όλες τις τάξεις κι όλες τις θέσεις, ανθρώπους που επιθυμούν, δε θα πω το θάνατο, επειδή αυτό δεν ακούγεται καλά, αλλά την κακοτυχία τους, εάν μπορούν ν’ αποκομίσουν οφέλη απ’ αυτήν. Λογουχάρη, δεν ελπίζει το αφεντικό να δει έναν ανταγωνιστή να πεθαίνει; Και δεν ελπίζουν όλοι οι επιχειρηματίες νάναι από κοινού οι μόνοι που απολαμβάνουν τα οφέλη που φέρνουν τα επαγγέλματά τους; Προκειμένου ν’ αποκτήσει εργασία, δεν ελπίζει ο άνεργος εργάτης κάποιος που έ χ ε ι μια δουλειά για κάποιο λόγο να πεταχτεί έξω απ’ αυτήν. Ε λοιπόν, σε μια κοινωνία όπου συμβαίνουν τέτια γεγονότα, δεν υπάρχει λόγος να εκπλησσόμαστε για το είδος των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι, που δεν είναι τίποτα παρά η λογική συνέπεια του αγώνα για την ύπαρξη που οι άνθρωποι διεξάγουν και που είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα προκειμένου να ζήσουν. Και δοσμένου ότι ο καθένας για τον εαυτό του, δεν είναι αυτός που βρίσκεται στην ανάγκη να περιοριστεί σκέφτεται: “Λοιπόν, επειδή έτσι είναι τα πράγματα, όταν είμαι πεινασμένος δεν έχω κανένα λόγο να διστάσω σχετικά με τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου, ακόμα και με κίνδυνο να προκαλέσω θύματα! Τ’ αφεντικά, όταν απολύουν εργαζόμενους, νιάζονται εάν αυτοί πρόκειται να πεθάνουν ή όχι απ’ την πείνα; Αυτοί που έχουν πλεόνασμα νιάζονται εάν υπάρχουν εκείνοι που στερούνται τις βασικές ανάγκες”;
Υπάρχουν μερικοί που παρέχουν βοήθεια, αλλ’ είναι ανίκανοι ν’ ανακουφίσουν όλους εκείνους που έχουν ανάγκη και που είτε θα πεθάνουν πρόωρα εξαιτίας διαφόρων ειδών στερήσεων, είτε εθελούσια από αυτοκτονίες όλων των ειδών, προκειμένου να βάλουν ένα τέλος σε μια άθλια ζωή και όχι να πρέπει ν’ ανέχονται τη δριμύτητα της πείνας, με αμέτρητες ντροπές και ταπεινώσεις, και που δεν έχουν καμμιάν ελπίδα να δουν ποτέ ένα τέλος. Γι’ αυτό υπάρχουν οικογένειες των Hayem και Souhain, που σκότωσαν τα παιδιά τους ώστε να μην τα δουν να υποφέρουν πια, και όλες οι γυναίκες που, με το φόβο ότι δεν είναι σε θέση να θρέψουν ένα παιδί, δε διστάζουν να καταστρέψουν στα σπλάχνα τους τον καρπό του έρωτά τους.
Και όλ’ αυτά τα πράγματα συμβαίνουν εν μέσω αφθονίας κάθε είδους προϊόντων. Θα γινόταν κατανοητό εάν αυτά τα πράγματα συνέβαιναν σε μια χώρα όπου τα προϊόντα είναι σπάνια, όπου υπάρχει πείνα. Αλλά στη Γαλλία, όπου βασιλεύει η αφθονία, όπου τα κρεοπωλεία είναι γεμάτα κρέας, τ’ αρτοποιεία ψωμί, όπου ρούχα και παπούτσια συσσωρεύονται σε καταστήματα, όπου υπάρχουν άδεια σπίτια! Πώς μπορεί κανείς ν’ αποδεχτεί πως όλα είναι για το καλλίτερο σε μια κοινωνία όπου η αντίθεση μπορεί νάναι τόσο φανερή; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα αισθανθούν λύπη για τα θύματα, αλλά θα σας πουν πως δεν μπορούν να κάμουν τίποτα γι’ αυτό. Ας τα βγάζει ο καθένας πέρα όπως μπορεί! Τι μπορεί να κάμη αυτός που στερείται τ’ απαραίτητα όταν ενώ εργάζεται χάνει τη δουλειά του; Ν’ αφήσει μόνο τον εαυτό του να πεθάνει απ’ την πείνα. Εν συνεχεία θα ρίξουν μερικά ευσεβή λόγια πάνω απ’ το πτώμα του. Αυτό είναι που ήθελα ν’ αφήσω σ’ άλλους. Προτίμησα να κάνω τον εαυτό μου ένα λαθρέμπορο, έναν παραχαράκτη, ένα φονιά και δολοφόνο. Θα μπορούσα να ζητιάνευα, αλλ’ είναι εξευτελιστικό και δειλό και τιμωρείται ακόμη απ’ τους νόμους σας, που καθιστούν τη φτώχεια έγκλημα. Εάν όλοι όσοι έχουν ανάγκη, αντί να περιμένουν έ π α ι ρ ν α ν , οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, την αυταρέσκεια θα καταλάβαιναν ίσως λίγο πιο σύντομα πως είναι επικίνδυνο να θέλουν να καθιερώσουν την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, όπου η στενοχώρια είναι μόνιμη κι η ζωή κάθε στιγμή απειλητική.
Θα καταλάβουμε γρήγορα πως οι αναρχικοί έχουν δίκηο όταν λένε πως προκειμένου νάχουμε ηθική και φυσική ειρήνη, οι αιτίες που γεννούν το έγκλημα και τους εγκληματίες πρέπει να καταστραφούν. Δε θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους καταστέλλοντας εκείνον που, αντί να υποστεί έναν αργό θάνατο προκλημένο απ’ τις στερήσεις που είχε και θα πρέπει ν’ ανεχτεί, δίχως καμμιάν ελπίδα να δει ποτέ ένα τέλος, προτιμά, εάν έχει την παραμικρή ενέργεια, να πάρει βίαια κείνο που μπορεί ώστε να βεβαιώσει την ευημερία του, ακόμα και με τον κίνδυνο του θανάτου, που θα έθετε μόνον ένα τέλος στα δεινά του.
Γι’ αυτό πραγματοποίησα τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι, και που δεν είναι παρά η λογική συνέπεια της βάρβαρης κατάστασης μιας κοινωνίας που δεν κάνει τίποτα παρά ν’ αυξάνει τη δριμύτητα των νόμων που ακολουθούν τ’ αποτελέσματα, δίχως ποτέ ν’ αγγίζουν τις αιτίες. Λέγεται ότι θα πρέπει να είστε σκληροί για να σκοτώσετε, αλλά κείνοι που το λένε αυτό δε βλέπουν ότι αποφασίζετε να το κάνετε αυτό μονάχα για ν’ αποφύγετε την ίδια μοίρα.
Με τον ίδιο τρόπο εσείς, m e s s i e u r s μέλη του δικαστηρίου, θα με καταδικάσετε αναμφιβόλως σε θάνατο, επειδή νομίζετε πως είναι απαραίτητο, και πως ο θάνατός μου θ’ αποτελέσει πηγή ικανοποίησης για σας που μισείτε να βλέπετε ανθρώπινο αίμα να ρέει· αλλά όταν νομίζετε πως είναι χρήσιμο να χυθεί προκειμένου να εξασφαλίσετε την ασφάλεια της ζωής σας, δε διστάζετε περισσότερο από ό,τι εγώ, αλλά με μία διαφορά: εσείς το κάνετε δίχως να διατρέχετε κάποιον κίνδυνο, ενώ εγώ, απ’ την άλλη πλευρά, δρω με κίνδυνο της ζωής μου.
Λοιπόν, m e s s i e u r s , δεν υπάρχουν πια άλλοι εγκληματίες να δικαστούν, αλλά οι αιτίες της εγκληματικότητας να καταστραφούν! Στη σύνταξη των άρθρων του Ποινικού Κώδικα, οι νομοθέτες ξέχασαν πως δεν προσβάλλουν τις αιτίες, αλλά μόνον τ’ αποτελέσματα, κι έτσι σε καμμιά περίπτωση δεν εξαλείφουν το έγκλημα. Στην πραγματικότητα, οι αιτίες εξακολουθούν να υπάρχουν, τα αποτελέσματα θ’ απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτές. Θα υπάρχουν πάντοτε εγκληματίες, κιάν σήμερα σκοτώνετε έναν, αύριο άλλοι δέκα θα γεννηθούν.
Τί χρειάζεται, τότε; Εξαλείψτε τη φτώχεια, τούτο το σπόρο του εγκλήματος, με την εξασφάλιση σε όλους της ικανοποίησης των αναγκών τους! Πόσο δύσκολο είναι να το συνειδητοποιήσουμε αυτό! Το μόνο που χρειάζεται είναι να εγκαθιδρυθεί η κοινωνία σε μια νέα βάση, όπου τα πάντα θάναι κοινά και όπου ο καθένας, παράγοντας σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνάμεις του, θα καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Τότε και μόνο τότε δε θα βλέπουμε ανθρώπους σαν τον ερημίτη της Notre-Dame-de-Grace κι άλλους, να ζητιανεύουν για ένα μέταλλο του οποίου γίνονται τα θύματα κι οι σκλάβοι! Δε θα βλέπουμε πια γυναίκες να παραδίδουν τη γοητεία τους, σαν ένα κοινό εμπόρευμα, με αντάλλαγμα αυτό το ίδιο μέταλλο που συχνά μας εμποδίζει από το ν’ αναγνωρίσουμε εάν μια αγάπη είναι αληθινή. Δε θα δούμε πια ανθρώπους σαν τον Pranzini, τον Prado, τον Berland, τον Anastay και άλλους που σκοτώνουν προκειμένου νάχουν αυτό το ίδιο μέταλλο. Τούτο δείχνει πως η αιτία όλων των εγκλημάτων είναι πάντοτε η ίδια, και πρέπει νάσαι ανόητος για να μην τη δεις.
Ναι, το επαναλαμβάνω: η κοινωνία είναι που δημιουργεί τους εγκληματίες και σεις, μέλη του δικαστηρίου, αντί να καταδικάζετε θάπρεπε να χρησιμοποιήσετε τη νοημοσύνη και τη δύναμή σας προκειμένου να μεταμορφώσετε την κοινωνία. Μονομιάς θα καταπνίγατε όλα τα εγκλήματα. Κι η δουλειά σας, επιτιθέμενη στις αιτίες, θάναι σπουδαιότερη και πιο καρποφόρα από ό,τι η δικαιοσύνη σας, που υποτιμάται μόνη της τιμωρώντας τα αποτελέσματά των.
Δεν είμαι τίποτα παρά ένας αμόρφωτος εργάτης· αλλά επειδή έχω ζήσει τη ζωή των φτωχών, αισθάνομαι περισσότερο από έναν πλούσιο αστό την ανομία των κατασταλτικών σας νόμων. Τί σας δίνει το δικαίωμα να σκοτώσετε ή να φυλακίσετε έναν άνθρωπο που, γεννημένος με την ανάγκη να ζήσει, βρέθηκε ο ίδιος υποχρεωμένος να πάρει κείνο που του λείπει ώστε να τραφεί;
Εργάστηκα για να ζήσω και να θρέψω την οικογένειά μου· απ’ τη στιγμή που ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου υποφέραμε πάρα πολύ, παρέμεινα αυτό που εσείς αποκαλείτε έντιμος. Εν συνεχεία η δουλειά έγινε δυσεύρετη, και με την ανεργία ήρθε η πείνα. Ήταν μόνον τότε που ο μεγάλος νόμος της φύσης, αυτή η δεσποτική φωνή που δε δέχεται καμμιά αντίρρηση, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μ’ ανάγκασε να διαπράξω κάποια απ’ τα εγκλήματα και πταίσματα για τα οποία κατηγορούμαι και για τα οποία ομολογώ πως είμαι ο αυτουργός τους.
Δικάστε με, m e s s i e u r s του δικαστηρίου, αλλά εάν μ’ έχετε καταλάβει, δικάζοντάς μ ε δικάστε όλους τους άτυχους που η φτώχεια, σε συνδυασμό με τη φυσική περηφάνια, έκανε εγκληματίες, και που ο πλούτος ή η άνεση θα τους είχε κάμη έντιμους ανθρώπους.
Μια έξυπνη κοινωνία θα τους είχε κάμη ανθρώπους σαν όλους τους άλλους!
1892
Μετάφρ. aixmi
Σχετικά Άρθρα: