η σύλληψη του ληστή μπονό στο σουαζύ-λε-ρουά

Η «Συμμορία Μπονό» ήταν μια Γαλλική αναρχική ομάδα που έδρασε στη Γαλλία και το Βέλγιο κατά τη διάρκεια της Μπελ Επόκ, μεταξύ 1911-1912. Αποτελούμενη από άτομα που ταυτίζονταν με το αναδυόμενο ιλλεγκαλιστικό ρεύμα, η συμμορία χρησιμοποιούσε τεχνολογία αιχμής (συμπεριλαμβανομένων αυτοκινήτων και επαναληπτικών τυφεκίων) που δεν ήταν ακόμη διαθέσιμη στη Γαλλική αστυνομία. Έγινε διαβόητη επειδή διέπραξε ληστείες τραπεζών, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά αυτοκίνητο. Οι ληστείες τους, τολμηρές και βίαιες, θα τους καθιστούσαν διαβόητους στη Γαλλία, ενώ ο θάνατός τους, εξίσου θεαματικός με τη ζωή τους, θα τους καθιστούσε θρυλικούς ανάμεσα στους επαναστάτες όλου του κόσμου.

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=oyhBe2bEcgA&feature=related]

(…) Γύρω στις εφτά και τέταρτο, δεκαέξι ένοπλοι ντετέκτιβς, με επικεφαλής τους Λεγκράν και Ξαβιέ Γκισάρ, έφτασαν με αυτοκίνητα στο Σουαζύ-Λε-Ρουά και αποβιβάστηκαν. Ο Γκισάρ διέταξε τους περισσότερους απ’ αυτούς ν’ απλωθούν γύρω απ’ το γκαράζ που είτανε ο στόχος τους, αλλά να παραμείνουν πίσω ενώ καθοδηγούσε μια επίλεκτη ομάδα προς τις πόρτες.

(…) Ο Μπονό, ξυπνώντας απ’ το θόρυβο των πυροβολισμών κάτω, άρπαξε ένα όπλο και βγήκε στο μπαλκόνι για να βρει μια ομάδα ντετέκτιβς έτοιμων ν’ ανέβουν τις σκάλες πίσω του. Οι δυο πρώτοι του πυροβολισμοί κτύπησαν τον προπορευόμενο μπάτσο στο στομάχι, αλλ’ οι υπόλοιποι αστόχησαν, καθώς αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει για ν’ αποφύγει τις σφαίρες που πετούσαν καταπάνω του. Μέχρι στιγμής, το προαίσθημα του Γκαρνιέ επαληθευόταν, είτανε οι μπάτσοι που το έσκαγαν, παίρνοντας τους πληγωμένους συναδέλφους μαζί τους, και προσπαθώντας να καλύψουν την υποχώρησή τους με πυροβολισμούς στο σπίτι πίσω τους. Ο Μπονό έτρεξε μέσα να γεμίσει το γεμιστήρα, μετά βγήκε έξω να πυροβολήσει άστοχα τους αντιπάλους του που είτανε τώρα κρυμμένοι πίσω απ’ τα δέντρα ή ξαπλωμένοι στο έδαφος. Είτανε η τελευταία ευκαιρία του Μπονό να προσπαθήσει να διαφύγει, αλλά κείνη τη στιγμή οι πιθανότητες είτανε εναντίον του· έβαλε άλλον ένα γεμιστήρα στο πάντοτε πιστό του Μπράουνινγκ και ετοιμάστηκε για την έσχατη μάχη.

Ο Γκισάρ μάζεψε τους πληγωμένους και τηλεφώνησε στον Λεπέν, ζητώντας ενισχύσεις απ’ το Παρίσι. (…) Περισσότεροι επισκέπτες έφτασαν: αστυνομικοί ποδηλάτες, ντετέκτιβς, ειδικοί αστυνομικοί,   χ ω ρ ο φ ύ λ α κ ε ς   και θεατές, όλοι τους προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω απ’ τα δέντρα ή στην κατάφυτη όχθη του ποταμού. Που και που απολάμβαναν το θέαμα του Μπονό να βηματίζει αδιάφορος στο μπαλκόνι και να ρίχνει υπολογισμένες σφαίρες στον οποιονδήποτε έκανε να ξεμυτίσει, δείχνοντας αδιάφορος για τις σφαίρες που θάπρεπε να σφύριζαν γύρω απ’ τ’ αυτιά του. Kατάφερε ακόμη και να τραυματίσει δυο ακόμη ντετέκτιβς πριν αναγκαστεί να υποχωρήσει μέσα για καλά, λόγω τις μεγαλύτερης ακρίβειας πυροβολισμών των τυφεκίων. Είχε τρία Μπράουνινγκ και το μικρό ‘Μπαγιάρ’ να διαλέξει, και πάνω από τετρακόσιες σφαίρες που είχε σκορπίσει βιαστικά σ’ όλο το πάτωμα· αναποδογύρισε το σιδερένιο κρεβάτι προκειμένου να το χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα κι οχύρωσε την πόρτα με το γραφείο και μερικές καρέκλες, ύστερα πήρε θέση δίπλα στο παράθυρο, πυροβολώντας εναλλακτικά με τα όπλα στα δυο του χέρια.

Σε λίγο μια ομάδα ‘Φρουρών της Δημοκρατίας’ και ‘Φρουρών της Ειρήνης’ έφτασαν, το σπίτι περικυκλώθηκε για τα καλά. Οι λεπτοί τοίχοι, φτιαγμένοι μονάχα από ξύλο, σοβά και μπάζα, είτανε τρυπημένοι σ’ εκατοντάδες σημεία και το σπίτι άρχιζε να μοιάζει με κόσκινο, μ’ ένα όπλο να ξεπροβάλλει περιστασιακά από κάποιες μεγαλύτερες τρύπες και ν’ αστράφτει στους πολιορκητές.

Λίγο μετά τις δέκα, ο ίδιος ο Λεπέν εμφανίστηκε, μαζί με τον Γκισάρ, τον Πωλ, τον Ειδικό Αστυνομικό Επόπτη της Λεζ Αλ, τον Γκιλμπέρ, τον ανακριτή της υπόθεσης, και το Δημόσιο Κατήγορο Λεσκουβέ. Αμέσως μόλις ανέλαβε ο Λεπέν λίγο έλειψε να κτυπηθεί από μια σφαίρα που έριξε είτε ο Μπονό είτε κάποιος απ’ τους πολλούς ηλίθιους που τραβάνε εύκολα πιστόλι και πούχαν ήδη καταφέρει να τραυματίσουν ελαφρά ένα θεατή. Θεατές έφταναν τώρα κατά κοπάδια, θέλοντας να δούνε τις έσχατες ώρες του πιο τρομερού ληστή της Γαλλίας· κάποιοι, κρατούσαν καλάθια του πικνίκ, ακόμη και να γευματίσουν, και για κείνους που δεν μπορούσαν να παρευρεθούν στο σκοτωμό, όλα καταγράφονταν στο σελιλόιντ, σαν το πρώιμο   c i m e m a – v é r i t é . Τώρα, ο Λεπέν χρησιμοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του απλά για να κρατήσει πίσω τα πλήθη. Όταν ένας δεύτερος λόχος Φρουρών της Δημοκρατίας αποβιβάστηκε από ένα στόλο ταξί, η μάζα των θεατών τούς υποδέχτηκε με κραυγές όπως,    “ V i v e   L a   G a r d e !   V i v e   L ‘ A r m é e ! ” σε μια σκηνή που θύμιζε κάποια Ναπολεόντιο μάχη. Στο αναμεταξύ το πιστολίδι συνεχιζόταν σαν κάποια θρησκευτική τελετή σχεδιασμένη να καθαρίσει την κοινωνία απ’ τους εχθρούς της, τους απαραίτητους αποδιοπομπαίους τράγους της, προκειμένου να διατηρήσει τη δική της πλαστή ενότητα. Γύρω στο μεσημέρι είτανε φανερό πως όλοι αυτοί οι πυροβολισμοί δεν έβγαζαν πουθενά, έτσι ο Λεπέν διέταξε ν’ ανακοινωθεί παύση πυρός από μια σάλπιγγα πυροσβέστη, θα του έδινε επίσης λίγη ειρήνη κι ησυχία με την οποία θα μπορούσε να συμβουλευτεί τους συναδέλφους του για τι μέλλει γενέσθαι. Περίμεναν ακόμη την άφιξη του πυροβολικού απ’ το οχυρό της Βενσέν, αλλ’ ο Τσώρτσιλ δεν το είχε χρησιμοποιήσει στη Σίντνεϊ Στρητ, και σκέφτηκαν καλλίτερα να δοκιμάσουν κάτι άλλο στο αναμεταξύ. Μερικοί σκαπανείς είχαν ήδη φέρει ένα κιβώτιο δυναμίτη, και συμφωνούσαν να δράσουν όταν ο Υπολοχαγός Φοντάν θάταν έτοιμος να προχωρήσει και ν΄ανατινάξει το σπίτι. Κατά σύμπτωση ο Φοντάν είτανε από ένα σύνταγμα που είχε τη βάση του στη Λυόν, και είχε στους Φρουρούς της Δημοκρατίας μόνο δυο βδομάδες· είτανε απ’ τους λίγους που αποκτούσε εμπειρία μάχης στο Γαλλικό έδαφος πριν τον Αύγουστο του 1914.

Στο απάνω δωμάτιο με τη βαριά μυρωδιά, τώρα διάτρητο από χιλιάδες σφαίρες, ο Μπονό κάθισε ζαρωμένος πίσω απ’ το στρώμα φροντίζοντας τα πολλαπλά του τραύματα. Μια σφαίρα είχε μόλις κτυπήσει το μεγάλο νικελένιο ρολόι-τσέπης, σταματώντας τους δείκτες δυο λεπτά πριν τις δώδεκα — για τον Μπονό ο χρόνος είχε εξαντληθεί. Εδώ είτανε, το Άτομο βρισκόμενο μονάχο απέναντι στην Κοινωνία, σε κείνο το ρόλο για τον οποίο τόσο καλά είχαν στοχαστεί, μιλήσει και γράψει ο Στίρνερ, ο Νίτσε, ο Ίψεν κι άλλοι. Έβγαλε τις σημειώσεις του απ’ την τσέπη και βρήκε κείνες τις τελευταίες παραγράφους που είχε γράψει στο μάτι του κυκλώνα, κι οι οποίες τώρα θα έμεναν στους μεταγενέστερους. Μ’ ένα παληό μολύβι μόλις και κατάφερε να προσθέσει λίγες τελευταίες λέξεις: “Η Mme Τολόν είναι αθώα. Ο Γκωζύ είναι αθώος. Κι ο Ντιεντονέ. Κι ο Πετιντεμάνζ. Κι ο Μ. Τολόν…πεθαίνω…”. Κοίταξε προσεχτικά έξω απ’ το παράθυρο κι είδε μια περίεργη κατασκευή να τον πλησιάζει.

Είτανε ένα κάρο γεμάτο στρώματα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σαν ασπίδα για τον Υπολοχαγό που μετέφερε ένα σάκκο γεμάτο δυναμίτη, αλλά μόλις έφτασε στα μισά του δρόμου, τα στρώματα έπεσαν κάτω, κι ο Φοντάν αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ένα τέταρτο αργότερα το κάρο επέστρεψε, τούτη τη φορά γεμάτο άχυρο. Ο Υπολοχαγός και το κάρο του είχαν σχεδόν φτάσει στο σπίτι όταν ο Αλσατικός σκύλος του Ντυμπουά όρμησε έξω και του επιτέθηκε, αναγκάζοντας τον Φοντάν να τραβήξει το πιστόλι του και να τον σκοτώσει. Ο Μπονό άδειασε ένα γεμιστήρα στον επιτιθέμενο, αλλά δίχως επιτυχία — ο δυναμίτης τοποθετήθηκε στον τοίχο και το φιτίλι άναψε. Καθώς ο Υπολοχαγός αποσύρθηκε γρήγορα πίσω απ’ το κάρο, ο Μπονό αποτραβήχτηκε μαζί με το στρώμα στο μικρό πίσω δωμάτιο για να προστατευτεί απ’ την έκρηξη. Aλλά τίποτε δε συνέβει, το φιτίλι Μπίκφορντ είχε σβήσει. Ο Φοντάν αναγκάστηκε να επιστρέψει και ν’ ανάψει άλλο φιτίλι, τούτη τη φορά μ’ επιτυχία, αλλά η έκρηξη που ακολούθησε δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Γι’ ακόμη μια φορά ο Υπολοχαγός διατάχθηκε στο ρήγμα, μ’ όλο τον υπόλοιπο δυναμίτη, κι είτανε την τρίτη φορά τυχερός: μια τρομακτική έκρηξη ανατίναξε τη μισή πρόσοψη του σπιτιού και προκλήθηκε φωτιά.

Καθώς κατακάθισε η σκόνη, η μάζα των θεατών, η συλλογική συνείδηση μεταβλήθηκε σε φρενίτιδα απ’ το θόρυβο της μάχης, άρχισε το συνηθισμένο της άσμα,   ” Α   Μ ο r t !   Α  Μ ο r t !   Α   Μ ο r t !   Α   Μ ο r t ! ” και προσπάθησε να ορμήσει για να επιτεθεί στο αντικείμενο του μίσους της. Μόλις με δυσκολία η αστυνομία κι οι Φρουροί της Δημοκρατίας κατάφεραν να τη συγκρατήσουν. Ο Λεπέν διέταξε τους άντρες του να περιμένουν και να δουν εάν υπήρχε σημάδι ζωής, και ν’ αφήσουν τη φωτιά να τ’ αποτεφρώσει. Ύστερα από δέκα λεπτά πήραν θάρρος να προχωρήσουν, το κάρο κυλούσε μπροστά γι’ ακόμη μια φορά, προστατεύοντας τον Λεπέν, τον Φοντάν, τους αδερφούς Γκισάρ και περισσότερους από δώδεκα ντετέκτιβς. Έσυραν το πτώμα του Ντυμπουά απ’ το γκαράζ που σιγόκαιγε και το έθεσαν έξω στο γρασίδι, ύστερα ξεκίνησαν την αργή προέλαση προς τα πάνω απ’ την εξωτερική σκάλα προστατευμένοι απ’ τα στρώματα. Βρίσκοντας το πρώτα δωμάτιο άδειο, ο Υπολοχαγός έριξε τέσσερις πυροβολισμούς στην τύχη στο πίσω δωμάτιο, κι έλαβε σαν απάντηση έναν αδιάφορο πυροβολισμό απ’ τον ημι-αναίσθητο Μπονό που κειτόταν κάτω απ’ το στρώμα. Είχε μόλις την αρκετή δύναμη να φωνάξει, “Μπάσταρδοι”, πριν ένας καταιγισμός πυρών τον κτυπήσει στο κεφάλι και τα χέρια του, και το τελευταίο πράγμα που ένιωσε είτανε το Μπράουνινγκ να του πέφτει απ’ τα χέρια. Ο Γκισάρ έσπευσε μέσα, σημάδεψε το όπλο του στο κεφάλι τού Μπονό κι έλαβε την   c o u p   d e   g r â c e .

Kαθώς το αιματοβαμμένο σώμα μεταφερόταν κάτω απ’ τις σκάλες, το πλήθος έσπασε τις αστυνομικές γραμμές κι έτρεξε προς το σπίτι, φωνάζοντας και πανηγυρίζοντας. Οι ντετέκτιβς τους απέτρεψαν απ’ το να λυντσάρουν τον αναίσθητο Μπονό, ακόμα ζωντανός παρά τις έντεκα πληγές του, κι αφού έδωσε στο σώμα του πολλαπλές καλές γροθιές το πλήθος έστρεψε την προσοχή του στον Ντυμπουά, ποδοπατώντας το άψυχο κορμί του σαν να πατούσαν σταφύλια. Οι ντετέκτιβς έβαλαν τον Μπονό σ’ ένα αυτοκίνητο και το έστειλαν στο Hôtel-Dieu. Απάνω είχαν μόλις πρόλαβει να μαζέψουν μερικά κομάτια πριν η φωτιά τ’ αποτεφρώσει όλα: τρία Μπράουνινγκ, δυο μικρού διαμετρήματος πιστόλια, κουτιά με γεμιστήρες των 9mm, αντίγραφα της   l ’ a n a r c h i e ,   εκθέσεις εφημερίδων απ’ τα εγκλήματά τους, κι αποκόμματα απ’ τις μικρές αγγελίες που υποδήλωναν πως η συμμορία είχε χρησιμοποιήσει τέτοιες στήλες για επικοινωνία μεταξύ τους.

Το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω απ’ το φλεγόμενο σπίτι σα να ήλπιζαν να δουν ένα τελικό μυστήριο να εκτυλίσσεται απ’ αυτή τη νεκρική πυρά του αναρχισμού. Αφότου μετατράπηκε σ’ ένα σωρό που σιγόκαιγε, οι άνθρωποι άρχισαν να κοσκινίζουν ανάμεσα στα συντρίμμια για σουβενίρς, για ν’ ανακαλύψουν μόνον μερικές φωτογραφίες της οικογένειας Φρομεντέν και σκόρπια φύλλα απ’ τα σχολικά τετράδια των κοριτσιών, κάτι που υποδήλωνε, πιθανώς, πως οι ληστές δεν είτανε τόσο τρομεροί όσο τους είχαν περιγράψει. (…)

Ρίτσαρντ Πάρρυ, Τhe Bonnot Gang, Rebel Press, Λονδίνο, 1986.

Μετάφρ. aixmi