Του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Την πρώτη φορά που είδα χωροφύλακα, ήμουνα δέκα χρονώ. Και τον φοβήθηκα.
Θα σας εξηγήσω: Το χωριό μου ήτανε χτισμένο αμφιθεατρικά, ανάμεσα στα κέδρα, που φτάναν ως τη θάλασσα. Ήτανε μικρό, είκοσι δυο σπίτια, τόσο μικρό.
Δεν ήθελε τίποτα, λίγο περισσότερο άνεμο, λίγο ακόμη όνειρο να σηκωθεί, να τρέξει κάτου στη θάλασσα, να γίνει βάρκες με πανιά, γλάροι να αποθαλασσωθούν και να πετάξουν, είκοσι δυο πουλιά, μέχρι τον έβδομο ουρανό.
Είχε μια μικρή εκκλησιά, αφιερωμένη στον Άγιο Διονύσιο της Ζάκυνθος, που η ιερή του μνήμη γιορτάζεται στις 17 Δεκέμβρη κι’ έναν παπά με μαύρα ράσα, που μου προξενούσε δέος, γιατί ακριβώς φορούσε μαύρα, και τον αντιπαθούσα, γιατί απαγόρευε να τρώμε κρέας, ψάρι, και λάδι τις περσότερες μέρες του χρόνου. Κι’ εγώ αγαπούσα τα ψάρια. Τα ψάρια τηγανητά, τα ψάρια ψητά, τα ψάρια σούπα.
Τους άλλους κατοίκους του χωριού μου τους αγαπούσα, γιατί φορούσανε ρούχα με ανοιχτά χρώματα και γιατί δεν απαγορεύανε να παίξουμε, να τρέξουμε, να φωνάξουμε. Δεν απαγορεύανε να κυλιόμαστε στα χώματα, να χανόμαστε στο δάσος με τα κέδρα, να κατεβαίνουμε στη θάλασσα κι ας είχε φουρτούνα.
Μια μέρα ήρθε στο μικρό μας το χωριό ένας με πράσινη στολή, δυο ασημιά σειρήτια στο αριστερό μανίκι του σακακκιού του, ένα πηλίκιο με στέμμα δαφνοστεφανώμενο.
Το στέμμα τόξερα, γιατί στο μοναδικό καφενείο του χωριού μας, ο καφετζής, είχε κρεμασμένη στον τοίχο μια μεγάλη φωτογραφία του βασιλιά, μέσα σε μια κορνίζα με στέμμα, και δίπλα κολλημένες δυο ταινίες, που γράφανε με γαλάζια κεφαλαία γράμματα. ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ, ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ.
Ο πατέρας μου είχε στο σπίτι μας μια γκραβούρα του Παπαφλέσσα, δώρο της γιαγιάς μου, που ήτανε απ’ το Μανιάκι και μια φωτογραφία του γέρου της Δημοκρατίας, όπως τον λέγανε, που στο άσπρο περιθώριο κάτου έγραφε. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΘΑ ΝΙΚΗΣΗ.
Αυτός με την πράσινη στολή ήταν ο χωροφύλακας. Μάζεψε, όσους κατοίκους του χωριού βρήκε, στο καφενείο. Μαζί και ο παπάς. Και είπε λοιπόν ο χωροφύλακας. Από δω και πέρα δεν θα ψαρεύετε στη λίμνη. Γιατί η λίμνη είναι του κράτους και το κράτος τη νοίκιασε. Ο γεροντότερος του χωριού, του είπε πως είναι της κοινότητας και υπάρχουν παμπάλαια χαρτιά, που αποδείχνουν αυτό που λέει. Ο χωροφύλακας απάντησε, πως με το νόμο δεν είναι έτσι, η λίμνη είναι του κράτους και το κράτος την κάνει ό,τι θέλει. Αυτός θα εφαρμόσει το νόμο, θα πιάσει τους παραβάτες και θα τους οδηγήσει στο δικαστήριο.
Ειπωθήκανε πολλά ακόμα, οι κάτοικοι του χωριού δε μπορούσανε να το χωνέψουνε αυτό. Οι γεροντότεροι και τα παλικάρια του χωριού αγριέψανε, οι άλλοι είπανε υπομονή, κι’ εγώ φοβήθηκα το νόμο και το χωροφύλακα.
Ο χωροφύλακας έφυγε με αγέρωχο ύφος, αφού είπε πολλές φορές απαγορεύεται και ο παπάς είπε, ότι ο χωροφύλακας είναι εξουσία και πρέπει να υπακούσουμε σ’ αυτόν.
Μερικοί ασεβείς έστειλαν τον παπά στο διάβολο, μουρμουρίζοντας πίσω του κι’ εγώ ρώτησα τον πατέρα μου. τί είναι το καινούργιο που άκουσα απ’ το στόμα του παπά. Και ο πατέρας μου μού είπε πως εξουσία είναι ο βασιλιάς, ο χωροφύλακας και ο παπάς.
Τώρα που γράφω αυτά, δεν έχουμε βασιλιά, όχι βέβαια γιατί νίκησε η Δημοκρατία, έχουμε όμως χωροφύλακα και παπά. Θα φανταζόσαστε, φυσικά, ότι η εξουσία αδυνάτισε, δυστυχώς δεν έγινε αυτό· και στη λίμνη απαγορεύεται να ψαρεύουν οι κάτοικοι του χωριού μου.