δημοκρατία: το ιδανικό πολίτευμα για τους εξουσιαστές

Με τον όρο «δημοκρατία» περιγράφεται μια σειρά συστημάτων διακυβέρνησης κρατών που παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά και αρκετές διαφορές. Όμως, ο όρος ξεπερνά τα όρια της πολιτικής διακυβέρνησης και αποκτά μια ευρύτερη αξιακή έννοια η οποία εξαπλώνεται σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της ανθρώπινης και κοινωνικής ζωής και αποκτά βαθιές ρίζες σε αυτά.

Σε έναν κόσμο που θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη κυριαρχίας, η δημοκρατία διεκδικεί τον τίτλο του καλύτερου πολιτεύματος. Και αντιστοίχως, σαν κοινωνική αξία,  διεκδικεί την καλύτερη δυνατή συνθήκη λειτουργίας της κοινωνίας.

Η ιστορία της δημοκρατίας1

Συνήθως οι αναφορές για τη δημοκρατία ξεκινούν από την αρχαία αθηναϊκή άμεση δημοκρατία και εκθειάζουν το πολιτικό αυτό σύστημα.2 Εκτός αυτού γίνεται συνήθως μια προσπάθεια να συνδεθεί η σύγχρονη αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία με την αρχαία άμεση δημοκρατία σαν να είναι η μία συνέχεια της άλλης. Η αλήθεια είναι πως αυτά τα δύο συστήματα διακυβέρνησης παρουσιάζουν πολλές διαφορές αφού αφορούν πολύ διαφορετικά κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα. Πάντως, αν και υπάρχουν πολλές διαφορές στους θεσμούς τους, η ουσία της κυριαρχίας παραμένει σε αυτούς. Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί πάντως για την αρχαία άμεση δημοκρατία της Αθήνας είναι ότι λειτουργούσε σε ένα έντονα δουλοκτητικό, πατριαρχικό και τοπικιστικό περιβάλλον με τους δούλους, τις γυναίκες και τους μέτοικους (δηλαδή μη-αθηναϊκής καταγωγής) να αποκλείονται από κάθε πολιτική διαδικασία.

Στη Ρώμη εμφανίζεται η resbublica, το πολιτικό σύστημα της αρχαιότητας που συγγενεύει περισσότερο με τη σύγχρονη δημοκρατία. Αρχικά στη διακυβέρνηση συμμετείχαν μόνο οι αριστοκράτες αλλά μετά από διεκδικήσεις γίνονταν και λαϊκές συνελεύσεις στη ρωμαϊκή αγορά. Όμως, στις συνελεύσεις αυτές δεν μπορούσαν να συμμετέχουν όπως είναι φυσικό οι άνθρωποι που ζούσαν μακριά από την πρωτεύουσα. Το πολιτικό σύστημα της Ρώμης (την περίοδο της resbublica) ήταν ένα μεικτό σύστημα: μοναρχίας (ύπατοι), ολιγαρχίας (σύγκλητος) και δημοκρατίας (λαϊκές συνελεύσεις), όπου πότε κυριαρχούσε το ένα και πότε το άλλο στοιχείο.

Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα γίνονται μικρές μεταρρυθμίσεις και καθιερώνονται κάποια όρια στην αυθαιρεσία της μοναρχικής εξουσίας (π.χ. η «Magna Carta» το 1215 στην Αγγλία).

Η συνέχιση των κοινωνικών αγώνων στην Αγγλία και άλλες περιοχές του πλανήτη καθώς και οι επαναστάσεις στη Γαλλία και τις ΗΠΑ, άνοιξαν το δρόμο στους αριστοκράτες και την ανερχόμενη αστική τάξη για να διεκδικήσουν μερίδιο της εξουσίας. Αυτοί εισήγαγαν πολλά από τα στοιχεία της σύγχρονης δημοκρατίας αν και δεν ήταν αυτό που επιθυμούσαν.

Αυτό που ήθελαν ήταν μια δημοκρατία μόνο γι’ αυτούς, μια «δημοκρατία των προνομιούχων» και αυτό  εν τέλει κατασκεύασαν. Με πολλούς κοινωνικούς αγώνες επιτεύχθηκαν αρκετές θετικές μεταρρυθμίσεις στο δημοκρατικό πολίτευμα, όμως ακόμα και σήμερα παραμένει ουσιαστικά «δημοκρατία των προνομιούχων». Και τίποτα δε δείχνει ότι μπορεί να είναι ο,τιδήποτε άλλο…

Η Άμεση Δημοκρατία Σήμερα

Σήμερα, στοιχεία άμεσης δημοκρατίας ενυπάρχουν μόνο στα πολιτειακά συστήματα της Ελβετίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σε πολλά γερμανικά κρατίδια υπάρχουν περιθώρια «λαϊκής επέμβασης» στη λειτουργία του κράτους. Οι «επεμβάσεις» αυτές προσδιορίζονται από νόμους (ή το Σύνταγμα) του κρατιδίου άρα εξ’ αρχής γίνεται φανερό ότι έχουν υποδεέστερη ισχύ από αυτούς. Οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες συνήθως αφορούν επιλογές αξιωματούχων (ουσιαστικά πρόκειται για παραλλαγές της εκλογικής διαδικασίας), παρουσίαση αιτημάτων (μη δεσμευτικών) για προσθήκη, αλλαγή ή κατάργηση νόμων και σπανιότερα για λήψη αποφάσεων συνήθως σε επουσιώδη τοπικά θέματα. Ακόμη και όταν πρόκειται για λαϊκή λήψη απόφασης, δηλαδή για δημοψήφισμα, αυτή δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Στην πράξη βέβαια όλες αυτές οι διαδικασίες όσο άμεσες και αν είναι πατρονάρονται από τους κομματικούς μηχανισμούς.

Δημοκρατικά δικαιώματα και «λαϊκή κυριαρχία»

Τα δικαιώματα που προσφέρει η δημοκρατία, πολιτικά και ατομικά, είναι ελευθερίες που κερδίστηκαν με αγώνες και δεν παραχωρήθηκαν. Αποτελούν πάντως το άλλοθι της κρατικής κυριαρχίας μια και συντηρούν το μύθο του «κοινωνικού συμβολαίου». Στην πράξη τα δικαιώματα της δημοκρατίας ισχύουν μόνο σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης και μόνο για όσους δεν αντιστέκονται…

Ένα από τα βασικά και πολυχρησιμοποιημένα επιχειρήματα της δημοκρατίας έναντι των άλλων πολιτευμάτων είναι η «λαϊκή κυριαρχία» που θεωρείται ότι διασφαλίζεται με την υποτιθέμενη κυριαρχία των νόμων και όχι την κυριαρχία των εξουσιαστών (ως φυσικά πρόσωπα). Όσοι λένε κάτι τέτοιο, παραβλέπουν το γεγονός ότι οι νόμοι είναι κατασκευάσματα των εξουσιαστών και αποτελούν ένα σημαντικό μέσο για τη διασφάλιση της επιβολής τους αφού καθορίζουν τα όρια σε κάθε δραστηριότητα της ανθρώπινης ζωής. Εξάλλου αν ένας νόμος, κάποια δεδομένη στιγμή δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των εξουσιαστών, απλά τον αλλάζουν ή τον παραβιάζουν.

Εκλογές–Δημοψήφισμα–Αντιπροσώπευση

Οι εκλογές είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας. Με αυτές το κράτος θεωρεί ότι κερδίζει την κοινωνική νομιμοποίηση της διακυβέρνησης. Παρόμοια για τους εξουσιαστές είναι και η συνεισφορά του θεσμού του δημοψηφίσματος. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εκλογών και δημοψηφίσματος. Στο δημοψήφισμα «επιλέγεις» μια θέση για ένα συγκεκριμένο θέμα ενώ στις εκλογές «επιλέγεις» ένα άτομο που θα έχει μια εξουσιαστική θέση για κάποιο χρονικό διάστημα. Το άτομο που εκλέγεται θεωρείται αντιπρόσωπος αυτών που τον εξέλεξαν. Πώς όμως μπορεί η άποψη και θέση μερικών χιλιάδων ανθρώπων για όλα τα ανοιχτά κοινωνικά ζητήματα αλλά και για όσα θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια να συμπυκνωθεί στις απόψεις και τις θέσεις ενός αντιπροσώπου; Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά για τη δημοκρατία. Οι απαντήσεις που δίνουν οι υποστηρικτές της, όσο ρητορικές και αν είναι, παραμένουν απλές δικαιολογίες.

Λέγεται συχνά ότι η εκλογική διαδικασία είναι δημοκρατικό χαρακτηριστικό. Στην αρχαία Ελλάδα όμως σαν μέθοδο επιλογής προσώπων για εξουσιαστικές θέσεις περιορισμένης διάρκειας εφαρμόζονταν κυρίως η μέθοδος της κλήρωσης. Οι εκλογές είναι μια διαδικασία που συνδέεται με την αντιπροσώπευση. Για να δικαιολογηθεί η επιλογή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έναντι της άμεσης δημοκρατίας χρησιμοποιείται συχνά, από τους εξουσιαστές και τους προπαγανδιστές τους, το επιχείρημα ότι είναι αδύνατο πρακτικά να συγκεντρωθούν όλοι οι πολίτες ενός κράτους σε μια συνέλευση, λόγω του μεγάλου τους αριθμού. Η πολυαγαπημένη τους τεχνολογία όμως το έχει λύσει αυτό το υποτιθέμενο πρόβλημα. Για τις ανάγκες του κρατικού τζόγου το κράτος έχει στήσει σχεδόν σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο ένα πρακτορείο τζόγου συνδεδεμένο με τα υπόλοιπα σε ένα δίκτυο που συγκεντρώνει τις επιλογές στα δελτία των παιχνιδιών και ταχύτατα κάνει τη διαλογή τους. Γιατί δε χρησιμοποιούνται τα ίδια μηχανήματα για γρήγορα δημοψηφίσματα και άλλες διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας; Η απάντηση που δίνουμε εμείς στο ερώτημα αυτό είναι πως η συσχέτιση των δύο πολιτευμάτων γίνεται μόνο για λόγους αύξησης του κύρους της σύγχρονης δημοκρατίας.

Σε πολλές οργανώσεις εξουσιαστών εφαρμόζονταν, ακόμα και πριν τη θεμελίωση της σύγχρονης δημοκρατίας, η εκλογική διαδικασία σαν μέθοδος επιλογής αντιπροσώπων όταν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Ακόμα και δικτατορίες χρησιμοποιούν συχνά τις εκλογές (και τα δημοψηφίσματα) για να ισχυριστούν κοινωνική νομιμοποίηση. Η επταετής «χούντα των συνταγματαρχών» διεξήγαγε δύο δημοψηφίσματα, όταν η τριαντάχρονη πια δημοκρατία έχει διεξάγει μόνο ένα. Στις περιπτώσεις ολοκληρωτικών καθεστώτων, σε αντίθεση με τη δημοκρατία, για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή η ενίσχυση του καθεστώτος, πρέπει να συγκεντρωθεί ένα ποσοστό που να προσεγγίζει ή και να ξεπερνά το 90% (κάτι που ως εκ θαύματος συμβαίνει). Στη δημοκρατία μια κυβέρνηση είναι ισχυρή και με πολύ μικρότερα ποσοστά.

Η καθολική ψήφος στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι ένας μύθος. Ακόμα και σήμερα το ελληνικό κράτος απαγορεύει τη συμμετοχή στις εκλογές σε ανθρώπους μικρότερους των 18 ετών, σε όσους δεν είναι Έλληνες πολίτες (αν και ζουν στη χώρα), σε ανθρώπους που αυτό θεωρεί ψυχικά πάσχοντες και σε όσους η δικαιοσύνη έχει τιμωρήσει με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτές οι απαγορεύσεις ισχύουν στην περίπτωση των νέων και των μεταναστών διότι θεωρούνται ακόμη ανεξέλεγκτοι, ενώ στις άλλες περιπτώσεις για τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ατόμων από τη θέση υποψηφίου. Τα πρώτα χρόνια των σύγχρονων δημοκρατιών από το «δικαίωμα ψήφου» είχαν αποκλειστεί οι γυναίκες και όσοι είχαν χαμηλό μορφωτικό ή βιοτικό επίπεδο. Έτσι, στις εκλογές του 1817 στη Γαλλία είχαν δικαίωμα ψήφου 102.000 άτομα επί συνόλου 35 εκατομμυρίων κατοίκων (μόλις το 0,3 %). Στην Ελλάδα οι γυναίκες απέκτησαν το «δικαίωμα ψήφου» το 1952. Το όριο ηλικίας ήταν τα 25 χρόνια μέχρι το 1877, ενώ μέχρι το 1982 ήταν τα 21 χρόνια.

Εκλογικό σύστημα

Το εκλογικό σύστημα είναι το σύνολο των κανονισμών της εκλογικής διαδικασίας και της «μετουσίωσης» του αποτελέσματός της σε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.3 Το εκλογικό σύστημα καθορίζεται από τον εκλογικό νόμο που διαμορφώνουν οι εξουσιαστές κατά τα συμφέροντά τους. Έτσι κι αλλιώς όμως η «μετουσίωση» της άποψης της κοινωνίας σε εξουσιαστική ισχύ αποτελεί μια κομπογιαννίτικη αλχημεία. Πολλά τραγελαφικά έχουν συμβεί εξ’ αιτίας του εκλογικού νόμου. Αν και το φαινόμενο της νοθείας του εκλογικού αποτελέσματος είναι πολύ συχνό, δεν είναι πάντα αναγκαίο. Ακόμα και όταν οι εκλογικές διαδικασίες ακολουθούνται κατά γράμμα, πολλά παράδοξα συμβαίνουν εξ’ αιτίας του εκλογικού νόμου. Το πιο κωμικοτραγικό είναι αναμφίβολα η τελευταία προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ όπου ο Τζoρτζ Μπους εκλέχθηκε πρόεδρος παρά το γεγονός ότι είχε συνολικά λιγότερες ψήφους από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Τζον Κέρυ. Σε κράτη που ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες, θεωρητικά μπορεί να είναι υποψήφιος ο καθένας. Με διάφορα νομικίστικα τεχνάσματα όμως, τελικά κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται. Αυτό ουσιαστικά είναι η κατάργηση του «εκλέγεσθαι». Επειδή όταν πρόκειται για προεδρική εκλογή απαιτείται να φαίνεται μια πιο ευρεία συναίνεση προς το πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας, σε πολλά κράτη εφαρμόζεται η διαδικασία του δεύτερου γύρου εκλογών με τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιθανό να εκλεγεί πρόεδρος αυτός που στον πρώτο γύρο είχε έρθει δεύτερος! Συνήθως πάλι για να κρατούνται τα προσχήματα σοβαρότητας μπαίνει ένα κατώτατο όριο στο ποσοστό συμμετοχής ψηφοφόρων για να θεωρηθούν οι εκλογές έγκυρες. Το ποσοστό αυτό είναι συνήθως το 50%. Τα τελικά ποσοστά των εκλογών όμως προκύπτουν σαν ποσοστό αυτών που ψήφισαν. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό ποσοστό μπορεί να είναι και το μισό από αυτό που φαίνεται τελικά. Αν ισχύει και το σύστημα των δύο γύρων, τότε πρόεδρος της δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί και κάποιος που στον πρώτο γύρο ήρθε δεύτερος με πραγματικό ποσοστό γύρω στο 10%! Σε άλλες περιπτώσεις εκλογικών συστημάτων δεν υπάρχει ούτε όριο συμμετοχής, ούτε δεύτερος γύρος, οπότε ο πρόεδρος μπορεί να εκλεγεί με ποσοστό μικρότερο του 50% επί των ψηφισάντων. Άλλα εκλογικά συστήματα απαιτούν και γεωγραφική διασπορά της ψήφου, δηλαδή ο πρώτος να έχει ξεπεράσει κάποιο ποσοστό ψήφων σε όλες τις διοικητικές επαρχίες της επικράτειας του κράτους. Αυτός ο αυθαίρετος διαμελισμός σε νομούς και επαρχίες αφήνει πολλά περιθώρια για εκλογικά μαγειρέματα. Πολλές ακόμα παράμετροι των εκλογών ρυθμίζονται από τον εκλογικό νόμο με σκοπό να ενισχυθεί το καθεστώς της δημοκρατίας.

Ας έρθουμε τώρα στις εκλογές που εκλέγουν το κοινοβούλιο. Σε αυτές υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με την εκλογή προέδρου που επιτρέπουν πολύ περισσότερα εκλογικά μαγειρέματα. Τα εκλογικά συστήματα διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα πλειοψηφικά και τα αναλογικά. Πλειοψηφικό είναι το εκλογικό σύστημα που δίνει όλες τις έδρες μιας εκλογικής περιφέρειας στο κόμμα που έχει τις περισσότερες ψήφους. Αν, για παράδειγμα, σε μια εκλογική διαδικασία με πλειοψηφικό σύστημα, συμμετέχουν δύο κόμματα και έστω ότι σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες το ένα πάρει το 55% των ψήφων και το άλλο το 45% τότε το πρώτο κόμμα θα έχει το 100% των βουλευτών! Τα αναλογικά εκλογικά συστήματα μοιράζουν τις έδρες ανάλογα με τα ποσοστά των κομμάτων αλλά όσο λιγότερες είναι οι έδρες τόσο πιο δύσκολο γίνεται αυτό, έτσι εφαρμόζεται ένα πολύπλοκο σύστημα μεταφοράς και ανακατανομών των ψήφων. Για μονοεδρικές επαρχίες έχουμε ουσιαστικά πάλι πλειοψηφικό σύστημα. Πολλές ακόμα ιδιαιτερότητες μπορεί να υπάρχουν στο εκλογικό σύστημα όπως η χρήση λίστας (ο ψηφοφόρος δεν επιλέγει πρόσωπο αλλά μόνο κόμμα, οπότε τους βουλευτές τους επιλέγει το κόμμα) ή σταυρού (ο ψηφοφόρος επιλέγει υποψήφιο), ειδική (και αυθαίρετη) ποσόστωση του πρώτου κόμματος κτλ.

Το κόμμα

Η σύγχρονη Δημοκρατία αποκαλείται συχνά και δημοκρατία των κομμάτων καταδεικνύοντας έτσι τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο των κομματικών σχηματισμών στη μορφή της κρατικής κυριαρχίας. Τα κόμματα γίνονται όλο και περισσότερο ο ισχυρός παράγοντας της δημοκρατίας. Αν και πρόκειται για οργανώσεις ιδιωτών, καταφέρνουν να αποκτούν ισχυρή θέση μέσα στη γραφειοκρατία και τη διοίκηση του κράτους. Αυτό γίνεται εμφανές με την ιδιαίτερα πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση των κομμάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά τελικά αποκτούν τον ουσιαστικό έλεγχο της κρατικής διοίκησης πατρονάροντας τις ισχυρές καρέκλες της κρατικής γραφειοκρατίας. Σε μεγάλο βαθμό η ιστορία του κράτους είναι η ιστορία των κομμάτων που λειτουργούν μέσα σε αυτό. Υπάρχει δηλαδή μια παραδοσιοκρατικού τύπου νομιμοποίηση της κομματικής εξουσίας και της διασύνδεσής της με την κρατική εξουσία. Τα κόμματα είναι προϊόν μετάλλαξης οργανωμένων ομάδων με κοινά συμφέροντα, δηλαδή φατρίες. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν να θεωρηθούν κατασκευασμένος κρατικός μηχανισμός, αλλά μηχανισμός προερχόμενος από μια αναβάθμιση οργανωμένων εξουσιαστικών τάσεων από ομάδες κοινών συμφερόντων.

Η κομματική παράδοση διαμορφώνει πολλά στοιχεία στη λειτουργία αλλά και τις δομές του κράτους. Στο κοινοβούλιο απλά γίνεται μια επικύρωση αποφάσεων που παίρνονται στα κομματικά γραφεία. Τα κομματικά στελέχη μπορούν λοιπόν κατ’ αυτήν την έννοια να θεωρηθούν κρατικοί υπάλληλοι. Ταυτόχρονα τα κόμματα είναι οι διαμεσολαβητές μεταξύ του κεφαλαίου και του κράτους. Χρηματοδοτούνται και από επιχειρηματίες το ίδιο πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες που προσφέρουν σε αυτούς. Τελικά τα κομματικά στελέχη και ιδιαίτερα τα υψηλόβαθμα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν πολιτικοί επιχειρηματίες μια και επενδύουν στο κόμμα προσφέροντας χρόνο και χρήμα, αποσκοπώντας τελικά στην απόκτηση μιας όσο το δυνατό ισχυρότερης κομματικής ή κρατικής θέσης που θα τους αποφέρει οικονομική και εξουσιαστική δύναμη. Υπάρχει η άποψη πως τα πολιτικά κόμματα είναι μόνο «ψηφοθηρικά κόμματα» και οργανώσεις πατρωνίας αξιωμάτων, δηλαδή επιχειρήσεις εξαπάτησης του κόσμου για την απρόσκλητη λειτουργία του κράτους και πως καθόλου δεν επεμβαίνουν στη μορφή του. Θεωρώντας την πολιτική ως τη θεωρία και την πράξη της διαχείρισης της εξουσίας και με βάση τις προηγούμενες παρατηρήσεις, βλέπουμε πως τα πολιτικά κόμματα επιδιώκουν εκτός των άλλων και τη διαμόρφωση της πολιτικής μέσα βέβαια στα πλαίσια της υπάρχουσας κυριαρχίας. Γι’ αυτό και μπορούμε να μιλάμε για κοινή ιστορική συμπόρευση και άμεση αλληλεπίδραση κράτους και κομμάτων. Κάθε στιγμή λοιπόν μια ομάδα ανθρώπων με κοινά συμφέροντα μπορεί να παρέμβει (αν έχει τη δύναμη) στη διαμόρφωση της πολιτικής. Η δημοκρατία είναι το σύστημα που επιτρέπει τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις διαμόρφωσης της πολιτικής της κυριαρχίας. Η κάθε παρέμβαση όμως έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την αναγνώριση αυτής της κυριαρχίας. Έτσι, η «ελευθερία» αυτή μετατρέπεται σε παγίδα για την κοινωνία η οποία χάνει την αδιαμεσολάβητη δραστική της ικανότητα στο βωμό της πολιτικής οργάνωσης των κοινών συμφερόντων. Η μετάλλαξη του κοινωνικού σε πολιτικό είναι η βάση της δημοκρατικής κυριαρχίας. Οι κομματικοί μηχανισμοί είναι το βασικό μέσο της μετάλλαξης αυτής καθώς έχουν το ρόλο της διασύνδεσης της κοινωνίας με το κράτος. Υποτίθεται ότι επηρεάζονται από τις κοινωνικές δράσεις και τάσεις και διαμορφώνουν την πολιτική τους, ενώ ταυτόχρονα διασπείρουν τις πολιτικές τους θέσεις στην κοινωνία. Ουσιαστικά επιδιώκουν απλά την κοινωνική νομιμοποίηση των πολιτικών τους θέσεων απαγορεύοντας ταυτόχρονα την όποια κοινωνική δράση έστω και για την υπεράσπιση των θέσεων αυτών.

Κομματικές Οικογένειες

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των κομμάτων είναι η πολιτική συγγένεια που παρουσιάζουν κόμματα σε διαφορετικά κράτη. Πρόκειται για τις λεγόμενες κομματικές οικογένειες. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις ώριμες δημοκρατίες της Ευρώπης. Οι μεγαλύτερες κομματικές οικογένειες είναι: τα φιλελεύθερα κόμματα, τα συντηρητικά κόμματα, τα σοσιαλδημοκρατικά (εργατικά) κόμματα, τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, τα κομμουνιστικά κόμματα, τα «πράσινα» (οικολογικά) κόμματα και τα φασιστικά κόμματα. Το γεγονός της εμφάνισης μεγάλης πολιτικής συγγένειας μεταξύ κομμάτων διαφορετικών κρατών δείχνει πως οι πολιτικές ιδεολογίες δεν προκύπτουν από «εθνικά» ζητήματα αλλά από «διεθνικά». Εδώ έχουμε μια αντίφαση: ενώ τα κράτη ορίζονται «εθνικά», τα κόμματα του κάθε κράτους που είναι η βάση των εθνοκρατικών δημοκρατιών, έχουν ως πηγή προσδιορισμού και καθορισμού παγκόσμιες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Βέβαια, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις συνθήκες στον εθνικό χώρο τέτοιες ώστε η κατάταξη των κομμάτων σε κάποια οικογένεια να μην είναι πάντα τόσο προφανής. Η κατάταξη γίνεται ακόμα πιο δύσκολη διότι παρατηρούνται και τάσεις σύγκλησης ή απόκλισης μεταξύ κομματικών οικογενειών με αποτέλεσμα σήμερα τα όρια να είναι αρκετά δυσδιάκριτα. Διότι, δε θα πρέπει να βλέπουμε τα κόμματα σαν εκφραστές ιδεολογιών αλλά σαν μέσα παγίδευσης των ανθρώπων. Ο πρώτος στόχος των κομμάτων είναι να προστατεύουν την εικόνα τους, να γίνονται αρεστά και όχι να είναι ιδεολογικά συνεπή. Έπειτα υπάρχουν και πολλοί εσωτερικοί ανταγωνισμοί και προσωπικές εξουσιαστικές φιλοδοξίες που επηρεάζουν τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων.

Γενικά πάντως η διαμόρφωση των κομματικών σχηματισμών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορική πορεία των πολιτικών διακυβέρνησης η οποία σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες. Έχει λοιπόν μια ιδιαίτερη αξία να δούμε σύντομα την προέλευση και τα βασικά χαρακτηριστικά των σχηματισμών αυτών.

Τα συντηρητικά κόμματα

Σπάνια κάποιο κόμμα αυτοχαρακτηρίζεται ως συντηρητικό, τα χαρακτηριστικά τους όμως είναι ξεκάθαρα. Αρχηγοκεντρικά, πατερναλιστικά, φιλομοναρχικά, φιλοεκκλησιαστικά, επιφυλακτικά με τους δημοκρατικούς θεσμούς αν και τους χρησιμοποιούν, με θαυμασμό και εκτίμηση για το στρατό. Τα κόμματα αυτά βρισκόμενα συνήθως στο περιθώριο των εξουσιαστικών διεργασιών, επιδιώκουν να αντλήσουν τη δύναμή τους εκμεταλλευόμενα την αίγλη και ισχύ που έχει απομείνει σε παλιότερα ισχυρούς εξουσιαστικούς θεσμούς και ήθη. Αγνοούν τις κοινωνικές συγκρούσεις και θεωρούν την κοινωνία σαν κάτι ενιαίο. Σήμερα τα κόμματα αυτά δεν μπορούν να αρνηθούν το καπιταλιστικό μοντέλο της οικονομίας και μένουν μόνο σε απλοϊκή κριτική προς αυτό. Συντηρητικό κόμμα στην Ελλάδα σήμερα είναι το κόμμα του ΛΑΟΣ του Γεώργιου Καρατζαφέρη. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ιδιαίτερα ισχυρή η λεγόμενη ομάδα των νέο-συντηρητικών στις ΗΠΑ. Τα συντηρητικά κόμματα παρουσιάζουν μεγάλη συγγένεια με τα νεο-φασιστικά κόμματα. Στις σύγχρονες δημοκρατίες έχουν συνήθως παρασιτική θέση αλλά δεν αποκλείεται να αποκτήσουν σημαντική δύναμη στο μέλλον και να έχουν σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση εφόσον με τις δράσεις τους δε δημιουργούν προβλήματα στο κεφάλαιο. Ο νεο-συντηρητισμός στις ΗΠΑ είναι ένα φαινόμενο που επιδρά έντονα σε όλο τον κόσμο και δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στο κοντινό μέλλον.

Τα φιλελεύθερα κόμματα

Πολλοί πιστεύουν πως τα φιλελεύθερα κόμματα είναι αυτά που αντιπροσωπεύουν επακριβώς τις αρχές και της αξίες της αστικής δημοκρατίας. Όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η φιλελεύθερη ιδεολογία έχει σαν βάση της τη θέση του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την απεριόριστη ελευθερία της επιχειρηματικής και εμπορικής δραστηριότητας με τον περιορισμό της οικονομικής παρέμβασης του κράτους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδοκιμάζει ταυτόχρονα και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, δηλαδή τη δημοκρατία. Αντίθετα, αρχικά ο φιλελεύθερος ιδεολογικοπολιτικός χώρος στόχευε σε ένα συνταγματικό-μοναρχικό καθεστώς που θα διασφάλιζε τις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Η δημοκρατικότητα των φιλελεύθερων προέκυψε όταν, για να πετύχουν τους σκοπούς τους, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν την αγωνιστικότητα των απλών ανθρώπων στη δημιουργία του έθνους-κράτους. Τότε δημιουργούνται τα φιλελεύθερα κόμματα που εκπροσωπούν πια το κεφάλαιο και συμβάλουν στη διαπλοκή του με την πολιτική εξουσία. Τα φιλελεύθερα κόμματα βρίσκονταν πάντα ανάμεσα στα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά γειτνιάζοντας περισσότερο πότε με τους μεν και πότε με τους δε. Συνήθως όμως σχετίζονται περισσότερο με τα συντηρητικά κόμματα παρά τις φαινομενικές τους διαφωνίες (για τη μοναρχία, την εκκλησία, το έθνος) που έτσι και αλλιώς αμβλύνονται. Τα φιλελεύθερα κόμματα αποτελούν τον λεγόμενο κεντροδεξιό χώρο.

Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα

Τη σημασία του θρησκευτικού παράγοντα στη διαμόρφωση των συνθηκών κυριαρχίας την τονίζουμε με κάθε τρόπο. Τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα είναι μια ακόμα απόδειξη της ισχυρής παρουσίας της εκκλησίας στην πολιτική ακόμα και σήμερα. Μια ζωντανή απόδειξη ότι η ενδοεξουσιαστική σύγκρουση είναι μια διαδικασία ανακατανομής της εξουσίας και όχι οριστικής εξόντωσης εξουσιαστικών λογικών. Τα κόμματα αυτά είναι συνήθως αρχηγοκεντρικά, έχουν σαν βασικό στοιχείο της συγκρότησής τους τις πελατειακές σχέσεις και λιγότερο την πολιτική προπαγάνδα. Είναι λοιπόν δύσκολο να παρουσιαστούν οι πολιτικές θέσεις γιατί αυτές δεν εντοπίζονται σε συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Συνήθως όμως τείνουν προς τη δεξιά μεριά του πολιτικού φάσματος. Δε λείπουν βέβαια και σχέσεις ακόμα και με εργατικές οργανώσεις. Οι διάφορες οργανώσεις (συνήθως) καθολικών ή και προτεσταντών αποτελούν τη δεξαμενή ψηφοφόρων για τα κόμματα αυτά.

Κομμουνιστικά κόμματα

Τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια (ακόμα και πριν την πολιτική απαξίωση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και υιοθέτηση του δημοκρατικού-καπιταλιστικού μοντέλου κυριαρχίας στις χώρες του «ανατολικού μπλοκ») σε μια κατάσταση σύγχυσης. Τα περισσότερα από αυτά ακολουθούν δειλά την πορεία σύγκλησης της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ άλλα όπως το ΚΚΕ αποσκοπούν απλά στην αυτοσυντήρησή τους εκμεταλλευόμενα την κομματική αφοσίωση, την κομματική γραφειοκρατία και τους μηχανισμούς του κόμματος· πρόκειται δηλαδή για «κόμματα επιχειρήσεις». Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζουν την ύπαρξή τους απομυζώντας τους κοινωνικούς αγώνες. Κατά τα άλλα δεν έχουν ιδιαίτερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.

Σοσιαλδημοκρατία

Ιδιαίτερο βάρος θέλουμε να πέσει στο θέμα της ανάμειξης των σοσιαλιστικών ιδεών και της δημοκρατίας. Οι ρίζες αυτής της μείξης ξεκινούν επίσημα με την ίδρυση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (και από τον ίδιο τον Φρίντριχ Ένγκελς) λίγο μετά το θάνατο του Καρλ Μαρξ. Είναι μάλιστα αντικείμενο διαμάχης το αν και κατά πόσο ο Μαρξ αν ζούσε περισσότερο, θα επιδοκίμαζε και θα συμμετείχε σε αυτό. Ο Ένγκελς έβλεπε αρχικά την ίδρυση των αριστερών επαναστατικών κομμάτων μόνο ως «όργανα μέτρησης της ωριμότητας της εργατικής τάξης». Ο Μαρξ πάντως θεωρούσε γενικά τη δημοκρατία σαν εξάρτημα της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης αλλά και ένα χρήσιμο όργανο για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η βασική σκέψη της σοσιαλδημοκρατίας είναι πως εφόσον οι προλετάριοι είναι αριθμητικά περισσότεροι από τους αστούς, μπορούν να κερδίσουν τις εκλογές συσπειρωμένοι σε ένα κόμμα και εκμεταλλευόμενοι τις δημοκρατικές διαδικασίες, να πετύχουν την επανάσταση (κατά το πρώτο στάδιο της σοσιαλδημοκρατίας) ή μια σειρά μεταρρυθμίσεων (κατά το δεύτερο στάδιο) ώστε τελικά να οδηγηθούν στην πραγμάτωση του κομμουνισμού. Η ρήξη της σοσιαλδημοκρατίας με τον «επαναστατικό σοσιαλισμό» θα έρθει όταν ο Βλάντιμιρ Λένιν θα υιοθετήσει τον όρο «κομμουνισμό» στην προσπάθειά του να διαχωριστεί και να συγκρουστεί με τη σοσιαλδημοκρατία.

Ο μαρξισμός λοιπόν δεν αποδοκιμάζει την ιδέα της δημοκρατίας αλλά στην καλύτερη περίπτωση τη βλέπει σαν ένα αναπόφευκτο στάδιο πολιτικής οργάνωσης πριν την προλεταριακή επανάσταση, αν όχι, ένα πεδίο δράσης της ταξικής πάλης.

Αξίζει να αναφερθούμε πιο αναλυτικά στα στάδια μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας για να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα της σημερινής «κρίσης των κομμάτων» που θα δούμε παρακάτω.

Η πορεία σύγκλισης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία της δημοκρατίας ξεκινά από πολύ παλιά. Οι μεταλλάξεις της σοσιαλδημοκρατίας διακρίνονται σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο επαναστατικό στάδιο (1850-1914) όπου το κόμμα θεωρείται μέσο για την ταξική επανάσταση. Το δεύτερο στάδιο (1914-1945) του ρεφορμιστικού κρατισμού (περίοδος των Λέοναρντ Μπερνστάιν και Καρλ Κάουτσκυ) που θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξει μια σταδιακή μετάλλαξη τους κράτους από αστικό σε σοσιαλιστικό. Το τρίτο στάδιο (1945-1990) μπορεί να ονομαστεί στάδιο της αποδοχής, αφού οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονται τη δημοκρατία σαν σύστημα διακυβέρνησης εγκαταλείποντας κάθε επαναστατική προοπτική. Αξιώνουν απλά ένα «Κράτος Δικαίου» και μια «ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς». Τέλος, μετά το 1990 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σε γραμμή απόλυτης αποδοχής του πυρήνα του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου κράτους, μάλιστα την περίοδο αυτή στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εκλέγονται σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Οι πολιτικές που ακολουθούσαν αυτές οι κυβερνήσεις ήταν στην ουσία τους πραγματικά αυτό που ονομάζεται νεοφιλελεύθερες.

Σε αυτήν την κομματική οικογένεια θα πρέπει να εντάξουμε και τα εργατικά κόμματα που προέρχονται από συνδικαλιστικές ενώσεις εργατών αλλά δεν αποδέχτηκαν τον επαναστατικό ή μη σοσιαλισμό. Αυτά τα κόμματα υποτίθεται ότι ενδιαφέρονταν για την εργατική τάξη μένοντας μόνο σε συντεχνιακού τύπου αιτήματα και δεν αξίωναν ολικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

Τα κόμματα σήμερα

Πρέπει να τονιστεί ότι στην πράξη τα διάφορα κόμματα παρουσιάζουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά της κομματικής οικογένειας στην οποία κατατάσσονται. Σήμερα μάλιστα μπορούμε να πούμε πως το φαινόμενο της ενοποίησης της κυριαρχίας έχει άμεσο αντίκτυπο και στο ιδεολογικό περιεχόμενο και τη στάση των κομμάτων. Παρατηρείται λοιπόν μια ιδεολογική ενοποίηση των κομματικών μηχανισμών της κυριαρχίας κάτι που οι άνθρωποι το εκφράζουν απλά με τη φράση «όλοι τα ίδια είναι». Αυτή η σύλληψη από την κοινωνία της ομογενοποίησης των πολιτικών-εξουσιαστικών ιδεών έχει σαν θετική συνέπεια την απομάκρυνση των ανθρώπων από τα κόμματα, σαν φορείς πολιτικής ιδεολογίας, αλλά δυστυχώς την επαναπροσέγγισή τους με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα. Παρατηρείται ακόμα μια ευρύτερη απόσυρση από δράσεις της κοινωνίας ακόμα και μέσα από διαδικασίες θεσμισμένες από το κράτος. Η αδράνεια αυτή μπορεί να εξηγηθεί σαν την συνέπεια της στενής εξάρτησης της κοινωνικής δράσης και των πολιτικών ιδεολογιών. Έτσι, οι πολιτικές ιδεολογίες σαν κυριαρχικά μοντέλα, ήλεγχαν την κοινωνική δράση κρατώντας τη μακριά από γενικευμένες συγκρούσεις και εξεγερσιακές προοπτικές ώς ότου συνέκλιναν τόσο που εγκατέλειψαν κάθε λογική κοινωνικής δράσης. Η σύγκλιση αυτή είναι ένας προάγγελος μιας στροφής προς τον ολοκλρωτισμό διότι ουσιαστικά έχουμε φτάσει σε έναν «πολυτασικό μονοκομματισμό». Πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί πως κάνουμε μια σαφή διάκριση μεταξύ ολοκληρωτισμού και δημοκρατίας. Διότι αν και πρόκειται για δύο μορφές κυριαρχίας, διαφοροποιούνται ουσιαστικά στη δομή και το περιεχόμενο των θεσμών-μηχανισμών τους. Έχει ενδιαφέρον πάντως το πώς γίνεται η μετάβαση από αυταρχικές μορφές κράτους στη δημοκρατία. Γίνεται συνήθως με αλλαγές μόνο στα κορυφαία στελέχη των κρατικών μηχανισμών και υπηρεσιών. Η μετάβαση γίνεται χωρίς να υπάρχουν περίοδοι ακυβερνησίας. Συνήθως βρίσκονται δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των πρώην και επόμενων εξουσιαστών ώστε η μετάβαση να είναι ομαλή.

Η «κρίση» των κομμάτων

Η «κρίση»4 της σύγχρονης δημοκρατίας περιλαμβάνει και την «κρίση» του θεσμού του πολιτικού κόμματος. Δύο είναι τα πρωτεύοντα στοιχεία της «κρίσης» αυτής: η αποσύνδεση των κομμάτων από τις κοινωνικές τους αναφορές και η ιδεολογική τους ισοπέδωση.

Το κάθε κόμμα, ανεξάρτητα από τα πραγματικά κοινωνικά ερείσματά του, στηρίζει την ύπαρξή του με μια αναφορά σε μια πραγματική ή μη κοινωνική διαμάχη. Είτε φιλελεύθερα και εκκοσμικευτικά, είτε φιλοκληρικά, είτε τοπικιστικά, είτε αγροτικά, είτε ταξικά (εργατικά κτλ.), είτε συντηρητικά, είτε προοδευτικά, τα κόμματα είχαν πάντα μια κυρίαρχη κοινωνική αναφορά. Σήμερα αυτό έχει αλλάξει άρδην. Οι ενοποιητικές τάσεις της κυριαρχίας και η ανάπτυξη συναινετικών διαδικασιών στο πολιτικό παιχνίδι της διακυβέρνησης, οδήγησαν τα κόμματα σε μια ομοιομορφία και μια ομογενοποίηση. Η μόνη σχεδόν διαφοροποίησή τους γίνεται για τη διαχειριστική τους ικανότητα πάνω στη λειτουργικότητα του κράτους για την επίτευξη των στόχων της κυριαρχίας και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Η ανάπτυξη συνασπισμών κομμάτων και οι πολυκομματικές κυβερνήσεις έδειξαν ότι οι όποιες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις δεν είναι τόσο ισχυρές που να αποτρέπουν τη συναίνεση και την πολιτική σύμπραξη. Έτσι, τα κόμματα έχουν απολέσει οριστικά το επιχείρημα ότι αντικατροπτίζουν αλλά και διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Μια παράπλευρη συνέπεια των μεταλλάξεων των κομματικών μηχανισμών είναι η αποδυνάμωση της εσωκομματικής δημοκρατίας και η εμφάνιση ιδιοτελών προσωποκεντρικών τάσεων. Είναι, με άλλα λόγια, το φαινόμενο του «πολιτικού επιχειρηματία», του εξουσιαστή καριέρας και του κόμματος-επιχείρηση. Η κατάρρευση των εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών στα κόμματα είναι μια σημαντική παράμετρος της «κρίσης» του πολιτικού κόμματος και ευρύτερα της λεγόμενης «κρίσης» ή «έλλειψης» της δημοκρατίας που αντανακλάται στην αξιοπιστία τους.

Οι αμφίδρομες σχέσεις λοιπόν μεταξύ κομμάτων και κοινωνίας αμφισβητούνται ισχυρά. Διότι, ενώ με δικιά τους υπαιτιότητα, οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται όλο και περισσότερο ανταγωνιστικές και απάνθρωπες, ενώ η εκμετάλλευση και η εκδούλευση εντείνονται, τα κόμματα συντείνουν συνεχώς σε μια εσωπολιτική ουδετερότητα και αδράνεια.

Σε αυτό το σημείο «εξωθεσμικά» ή «νεοθεσμικά» σχήματα (Π.Κ.Φόρουμ, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Αρχές Προστασίας κτλ.) κατασκευάζονται για να αναπληρώσουν το έλλειμμα κοινωνικής αναφοράς της διαχειριστικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή που οξύνεται η άμεση κρατική καταστολή. Έτσι, σκιαγραφείται και αντιμετωπίζεται το ζήτημα της «έλλειψης δημοκρατίας» από τους πολιτικούς επιστήμονες που την υπηρετούν. Αυτοί λοιπόν κατασκευάζουν όλα αυτά τα εξω/νέο-θεσμικά σχήματα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ελλειμματικής στήριξης της κυριαρχίας από την κοινωνία.

Ας δούμε σύντομα διάφορα μοντέλα λύσης της «κρίσης» της δημοκρατίας που προτείνονται:

«Εναλλακτικές Θεωρίες Δημοκρατίας»

Πλουραλιστική δημοκρατία

Η θεωρία αυτή θέτει σαν πρόταση την επέκταση της παρουσίας ομάδων συμφερόντων στους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της δημοκρατίας ώστε να υπάρχει καλύτερη αντιπροσώπευση κάθε κοινωνικής τάσης.

Κοινωνική δημοκρατία

Η θεωρία της κοινωνικής δημοκρατίας επιδιώκει την επέκταση των μεθόδων και αρχών της πολιτικής δημοκρατίας σε κοινωνικά γεγονότα. Θέλει δηλαδή η δημοκρατία να μην είναι απλά ένας σωρός από δικαιώματα και ελευθερίες στα πλαίσια θεσμών αλλά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αυτές να ισχύουν σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να υπάρξει το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» το οποίο θα πρέπει να φροντίζει να υπάρχει «οικονομική δημοκρατία», δηλαδή να αποτρέπεται η κυριαρχία των οικονομικά ισχυρών. Οι απόψεις αυτές ταυτίζονται με τις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας κατά τη μεταρρυθμιστική της περίοδο.

Συμμετοχική δημοκρατία

Η θεωρία αυτή προτείνει το μοντέλο του «ενεργού πολίτη» ενός πολίτη που του παρέχονται πολλές ευκαιρίες για συμμετοχή σε διάφορες πολιτικές διαδικασίες που αγγίζουν όλες τις πλευρές της ζωής. Αυτό βέβαια θα δημιουργήσει μια πλασματική εικόνα λαϊκής συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Η θεωρία της συμμετοχικής δημοκρατίας προϋποθέτει και αυτή την πολιτικοποίηση των πάντων.

Άλλες κριτικές θεωρίες δημοκρατίας θέτουν μια σειρά από αιτήματα όπως:

Περιορισμό του πεδίου δράσης του κράτους με δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων.

Δικαίωμα αποζημίωσης των πολιτών για λάθη του κράτους ή ζημιές που υφίστανται από την πολιτική του.

Εγγύηση του αμετάβλητου των βασικών δικαιωμάτων.

Αποκέντρωση των εξουσιών και μετάβαση σε ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.

Παροχή δικαιώματος νομοθετικών πρωτοβουλιών στους πολίτες και επέκταση του δικαιώματος του δημοψηφίσματος. Όλες αυτές οι προτάσεις αποσκοπούν στη διάσωση της δημοκρατίας από την επερχόμενη παρακμή της και μετάλλαξής της σε ένα νέο ολοκληρωτικό σύστημα κυριαρχίας.

Πολλές από τις προτάσσεις που τίθενται από τις «εναλλακτικές» αυτές πολιτικές θεωρίες έχουν σε κάποιο βαθμό πραγματοποιηθεί ή είναι αρκετά πιθανό να πραγματοποιηθούν. Με τον τρόπο αυτό ελπίζουν οι εξουσιαστές να ξεγελάσουν την κοινωνία, εφαρμόζοντας σχεδόν άμεση δημοκρατία στα επουσιώδη θέματα, αλλά κρατώντας οι ίδιοι την εξουσία στα ζητήματα κυριαρχίας π.χ. στο ζήτημα του μονοπωλίου της βίας. Στο ρόλο αυτό έχουν επιστρατευτεί οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι διάφορες ανεξάρτητες αρχές και οι σχηματισμοί τύπου Κοινωνικού Φόρουμ.

Έθνος, έθνος-κράτος και δημοκρατία

Η έννοια του έθνους είναι ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα απαραίτητο για να δομηθεί το σύγχρονο κράτος. Η κατασκευή του κάθε έθνους δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Εφόσον οριοθετηθεί μέσα από ενδοεξουσιαστικές διαμάχες η γεωγραφική περιοχή που θα γίνει η επικράτεια του κράτους, θα πρέπει όλοι όσοι βρίσκονται μέσα σε αυτή να αποκτήσουν αρκετά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση μιας σύνδεσης μεταξύ τους και μιας διαφοροποίησης με όσους βρίσκονται εκτός της γεωγραφικής αυτής περιοχής. Για την κατασκευή των κοινών πολιτιστικών στοιχείων οι κυρίαρχοι εξαπολύουν έναν πολιτισμικό πόλεμο:

Παραποιούν την ιστορική αλήθεια για να κατασκευάσουν μια κοινή εθνική ιστορία. Καταστέλλουν τις τοπικές διαλέκτους και στήνουν μια τεχνητή κοινή γλώσσα. Επιβάλλουν συγκεκριμένα θρησκευτικά δόγματα. Καλλιεργούν μίσος και φόβο για «αλλοεθνείς»…

Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία της δημοκρατίας. Να σημειώσουμε εδώ πως κακώς ο όρος «εθνικισμός» έχει συνδεθεί με την άκρα δεξιά και τους νεοφασίστες. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει κάθε ιδεολογία που αποδέχεται την εθνο-κρατική δομή. Η διαφοροποίηση γίνεται στην ερμηνεία της έννοιας του έθνους· ερμηνείες που ξεκινούν από το φυλετισμό και φτάνουν ως την «κοινή πολιτισμική κληρονομιά» ή την «κοινή παιδεία». Σήμερα, για να υπάρξει μια διαφοροποίηση από την ακραία ναζιστική έννοια που έχει κυριαρχήσει, οι δημοκράτες χρησιμοποιούν όρους όπως «πατριωτισμός» και «εθνισμός».

Διεθνείς θεσμοί – οργανισμοί

Οι αμέτρητοι πια διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, όπως αυτοί που προκάλεσαν το μαχητικό κύμα αντιδράσεων ενάντια στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, (παγκόσμια τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορείου, G8, κτλ.) έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη ισχύ τα τελευταία χρόνια και ορίζουν τους κανόνες κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα κράτη χάνουν έτσι ένα μέρος της δύναμής τους όχι όμως στον τομέα της εσωτερικής επιβολής στους «υπηκόους», αλλά στη δυνατότητα διαφοροποίησης των θεσμών-μηχανισμών τους από το κυρίαρχο μοντέλο. Οι διεθνείς θεσμοί-μηχανισμοί έχουν πολύ χαμηλή «εσωτερική δημοκρατία» παρά τον ισχυρό εξουσιαστικό τους ρόλο που συνεχώς ενισχύεται. Είναι μακρινοί και φαινομενικά απρόσιτοι στον απλό άνθρωπο, όμως οι μεγάλες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων από το Σηάτλ μέχρι τη Γένοβα και τη Θεσσαλονίκη, έδειξαν πως όσοι αποφασίζουν να αγωνιστούν μπορούν να συγκρουστούν και με τον πιο «αόρατο» και «πανίσχυρο» εχθρό της ελευθερίας. Τα χαρακτηριστικά και η ισχύς αυτών των μηχανισμών καθώς και οι κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται απέναντί τους, δείχνουν τον κομβικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της δομής της κυριαρχίας όπου το έθνος-κράτος φαίνεται να εξασθενεί σαν τύπος δόμησης ιδεολογικών και κατασταλτικών θεσμών-μηχανισμών.

Κεφάλαιο και δημοκρατία

Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης του κεφαλαίου. Η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή της κοινωνικής υποταγής σε κάθε απαίτηση του κράτους και του κεφαλαίου, είναι η εγγύηση που προσφέρει η δημοκρατία περισσότερο από κάθε άλλο τύπο πολιτεύματος (προς το παρόν τουλάχιστον). Εξάλλου, η επικράτηση της αστικής τάξης έναντι των φεουδαρχών συνδέεται άμεσα με τη μετάβαση από μοναρχικά σε δημοκρατικά καθεστώτα. Παρόλο που, όπως ήδη ειπώθηκε, η δημοκρατία δεν ήταν η πρώτη επιλογή για το κεφάλαιο, όταν οι κοινωνικές συνθήκες ήταν τέτοιες, με τις συχνές αγροτικές και εργατικές εξεγέρσεις και τη γενικότερη επιθυμία του κόσμου για αλλαγή των συνθηκών ζωής του, η δημοκρατία αποδείχθηκε το πιο αποτελεσματικό πολίτευμα για την διασφάλιση των επιλογών του κεφαλαίου.

Παράλληλα, η δημοκρατία, μέσω των αξιών που διατυμπανίζει ότι έχει όπως αυτή των «ίσων ευκαιριών», δημιουργεί στους ανθρώπους τις ψευδαισθήσεις ότι έχουν τη δυνατότητα από το τίποτα να αποκτήσουν μεγάλο κεφάλαιο με την κοινωνική ανέλιξη και την οικονομική ανάπτυξη. Δηλαδή, μετατοπίζει στη συνείδηση της κοινωνίας το κεφάλαιο από ένα βασικό εκμεταλλευτή της και άρα εχθρό της στο απόλυτο επιθυμητό, σ’ αυτό για το οποίο θα κοπιάζει έστω για να το ψηλαφίσει, αν όχι να γίνει ένα με αυτό. Παράλληλα, στη δημοκρατία δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ένας νέος παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη σχέση της κοινωνίας με το κεφάλαιο: ο συνδικαλισμός. Τα συνδικάτα είναι ενώσεις στους χώρους εργασίας που συνδιαλέγονται με το κεφάλαιο ώστε να βρεθούν μέσες λύσεις μεταξύ των «συμφερόντων των εργαζομένων» και των συμφερόντων του κεφαλαίου. Τα συνδικάτα αυτά υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εργαζομένων. Τα συνδικάτα έχουν άμεση σχέση και με τα πολιτικά κόμματα. Κάθε συνδικαλιστική ένωση πρόσκειται σε κάποιο κόμμα και προωθεί μια ανάλογη πολιτική με αυτό. Σήμερα, είναι κοινωνικά τελείως απαξιωμένα εξαιτίας του ρόλου που έχουν παίξει κατά καιρούς που δεν είναι άλλος από το να επικυρώνουν τις επιλογές του κεφαλαίου καταδικάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια και να εγκλωβίζουν την κοινωνική δράση σε αιτήματα και πρακτικές που δεν απειλούν την ύπαρξη ούτε του κράτους ούτε του κεφαλαίου. Δηλαδή, δρουν πλέον σαν ένας ακόμη μηχανισμός του κράτους.

Γραφειοκρατία

Η γραφειοκρατία είναι απαραίτητο συστατικό κάθε διακυβέρνησης διότι αυτή, όποια μορφή και αν έχει, βασίζεται σε μια σειρά διαδικασιών αυστηρά καθορισμένων ώστε να λειτουργήσουν οι κρατικοί μηχανισμοί. Ακόμα και στην άμεση δημοκρατία θα πρέπει να υπάρχει ένα δίκτυο διοικητικών υπηρεσιών. Ουσιαστικά η διαφοροποίηση των πολιτικών συστημάτων βρίσκεται κυρίως στη μέθοδο λήψης των αποφάσεων και όχι στην εφαρμογή τους. Σήμερα, για την υλοποίηση των πολιτικών αποφάσεων δουλεύει μια στρατιά εξειδικευμένων υπαλλήλων δημόσιας διοίκησης. Οι ίδιοι υπάλληλοι θα συνέχιζαν να κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά αν το πολίτευμα γινόταν από δημοκρατικό, δικτατορικό. Τα φαινόμενα κωλυσιεργίας, καθυστερήσεων και κακού συντονισμού των διοικητικών υπηρεσιών, που χαρακτηρίζουν τη γραφειοκρατία, είναι δυνατό να μειωθούν αρκετά σε μια καλά σχεδιασμένη δημόσια διοίκηση όμως πάντα αυτή θα είναι ξένη προς την κοινωνία γι’ αυτό και η κοινωνική δράση δεν μπορεί να περικλειστεί σε διαδικασίες γραφειοκρατικού τύπου.

Η ιδιότητα του πολίτη

Ο πολίτης, ως το υποκείμενο των δημοκρατικών διαδικασιών, είναι μια ιδιότητα που περιορίζει την κοινωνική δράση του ανθρώπου και των κοινωνικών ομάδων μέσα σε συγκεκριμένες διαδικασίες με συγκεκριμένες και αρκετά περιορισμένες δυνατότητες. Η ιδιότητα του πολίτη συνεπάγεται και μια σειρά καθηκόντων υποταγής όπως είναι τα φορολογικά καθήκοντα και η στρατιωτική θητεία αλλά και έναν πνευματικό ευνουχισμό που προκύπτει από την υπακοή στους νόμους. Η δημοκρατία δεν αφήνει περιθώρια να αμφισβητηθεί. Δεν περιέχει μέσα της τον σπόρο της ανατροπής της όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που είχε ελευθεριακά χαρακτηριστικά. Έτσι, ο μόνος τρόπος αμφισβήτησής της είναι η διάθεση οριστικής ρήξης με αυτήν και τους κυριαρχικούς θεσμούς και ιδέες της.

Ένας άνθρωπος που μεγαλώνει σε μια κοινωνία με καθορισμένους ρόλους, σε μεγάλο βαθμό θα τους αποδεχτεί σαν την κοινωνική πραγματικότητα. Ο κάθε νέος άνθρωπος σήμερα βιώνει σαν εμπειρία τον ρόλο του πολίτη χωρίς να έχει αναπτύξει τη συνείδηση της πραγματικής σημασίας του. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος εξοικειώνεται με τους κατεστημένους κοινωνικούς ρόλους και έτσι εύκολα τους υιοθετεί και τους αναπαράγει.

Στη δημοκρατία, όπως και σε κάθε σύστημα κυριαρχίας, η πολιτική συμπεριφορά του ανθρώπου (δηλαδή η συμπεριφορά του σε σχέση με τη θέση του στο σύστημα κυριαρχίας) επηρεάζεται από την κρατική προπαγάνδα, η οποία χρησιμοποιεί τη λεγόμενη «κοινή γνώμη» (που αποτελεί την κοινωνική αποτύπωση της κρατικής προπαγάνδας) και τις κοινωνικές νόρμες και πρότυπα που έχουν μακροχρόνια διαμορφωθεί από τον εξουσιαστικό πολιτισμό.

Οι πολιτικοί ρόλοι ακόμα και σε όμοια πολιτικά συστήματα, διαφέρουν από εποχή σε εποχή, από περιοχή σε περιοχή και από άτομο σε άτομο σε σχέση με τον αντίστοιχο κοινωνικό του ρόλο (άντρας-γυναίκα, νέος-ώριμος, πλούσιος-φτωχός κτλ.) Το κοινό στοιχείο των πολιτικών ρόλων είναι πάντως η τυπικότητα και ουσιαστικά η μηδαμινότητα σε αποτέλεσμα πάνω στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Για να αποδεχτεί το ρόλο του δημοκρατικού πολίτη ένας άνθρωπος, θα πρέπει πρώτα να αποδεχτεί πως υπάρχει κάτι που τον συνδέει με όλους τους άλλους που έχουν τον ίδιο ρόλο, δηλαδή είναι πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους. Αυτό το “κάτι” είναι το έθνος. Πρέπει λοιπόν πρώτα να αποκτήσει εθνική συνείδηση ώστε να γίνει υπήκοος του κράτους. Το σύγχρονο έθνος-κράτος θεωρείται το αποτέλεσμα της κοινής απόφασης των ατόμων, που πιστεύουν ότι αποτελούν ένα έθνος, να έχουν κοινή πολιτική κοινωνία. Η αλήθεια βέβαια είναι πολύ πιο τραγική: τα έθνη-κράτη είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ενδοεξουσιαστικών συγκρούσεων (πολέμων) που προκάλεσαν αναρίθμητα δεινά στους ανθρώπους.

Η έννοια του έθνους είναι λοιπόν μια αυθαίρετη κατασκευασμένη έννοια που αποσκοπεί να συνενώσει μια ομάδα ανθρώπων κάτω από την ίδια οργανωμένη εξουσία. Οι εξουσιαστές με την εθνική προπαγάνδα καταφέρνουν να ταυτίσουν τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα του έθνους και έτσι να εξαναγκάσουν σε υποταγή τους ανθρώπους που έχουν εμποτιστεί με την εθνική ιδέα. Αυτό ακριβώς είναι ο εθνικισμός.

Πέρα από τον εθνικισμό υπάρχουν πολλές ακόμα επιβεβλημένες αντιλήψεις που επηρεάζουν τη στάση του ανθρώπου και της κοινωνίας απέναντι στην κυριαρχία (εξατομίκευση, πατριαρχία, κομφορμισμός κτλ.) Όλες αυτές οι επιρροές που προέρχονται από τον κυρίαρχο πολιτισμό καταφέρνουν να περιορίσουν τη δράση των ανθρώπων στο ελεγχόμενο πολιτικό επίπεδο υπό την ιδιότητα του πολίτη, ενώ στο κοινωνικό επίπεδο παραμένει ανενεργός, αφήνοντας όλα τα στοιχεία του κυριαρχικού πολιτισμού στο απυρόβλητο.

Με άλλα λόγια όσο η δράση των ανθρώπων παραμένει στο επίπεδο της διακυβέρνησης είναι αδύνατο να συλληφθεί το εύρος της κυριαρχίας μέσα στην κοινωνία που ξεπερνά τα στενά όρια του κράτους. Η κοινωνική απελευθέρωση περνά πάνω από την αμφισβήτηση και καταστροφή μιας μεγάλης σειράς πολύμορφων κατασταλτικών μέσων. Σε έναν κόσμο θρυμματισμένο και βρισκόμενο σε σύγχυση όπως ο σημερινός, όλες οι ελευθερίες που παρέχουν οι δημοκράτες εξουσιαστές ουσιαστικά μετατρέπονται στην «ελευθερία» να μιμηθεί ο άνθρωπος τα πρότυπα του σωστού υπηκόου, πολίτη, πατριώτη, οικογενειάρχη… που επιβάλλουν.

Παρ’ όλα αυτά μέσα από την κοινωνία ξεκινούν συνεχώς αγώνες που αν και πολλές φορές έχουν σαν αφετηρία την ιδιότητα του πολίτη, αν και πολλές φορές ξεκινούν με χαμηλές προσδοκίες και περιορισμένα αιτήματα, ακόμη περισσότερες φορές έχουν καταφέρει να αναπτύξουν πρωτόγνωρη δυναμική, να πλάσουν ιδέες πρωτοπόρες και να ανοίξουν νέους δρόμους για την κοινωνική απελευθέρωση.

 1. Για περισσότερα στο: «Μια Εισαγωγική Προσέγγιση της Διαχρονικής Αλληλεπίδρασης του Πολιτισμού και της Πολιτικής».

2. Κάποιοι θεωρούν ότι και σε πρωτόγονες κοινωνίες εμφανίζονταν αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες όπως συνελέυσεις, όμως αυτή είναι μια αυθαίρετη προβολή των πράγματι ελευθεριακών κοινοτικών λειτουργιών τους, στις μετέπειτα πολιτικές διαδικασίες.

3. Η στελέχωση της δημοκρατικής εξουσίας δεν προκύπτει από εκλογική διαδικασία αλλά είναι πλήρως γραφειοκρατικοποιημένη. Μόνο ο θεσμός των ενόρκων υπάρχει για να κρατά τα προσχήματα, αν και αυτός είναι πρακτικά ελέγξιμος από το κράτος.

4. Όπως ονομάζουν οι κυρίαρχοι την παρακμή της δημοκρατίας και τη στροφή της κυριαρχίας προς έναν νέο ολοκληρωτισμό.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*