Περσινά ξινά σταφύλια

Η απώλεια της λεγόμενης εθνικής κυριαρχίας της χώρας, εξαιτίας της επιτήρησής της από τα οικονομικά αφεντικά της, έχει οδηγήσει σε μια ακατάσχετη φλυαρία σχετικά με τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τη χώρα.

Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς στενής επιτήρησης με τoυς εξουσιαστές να επισείουν το δημόσιο έλλειμα και το χρέος και να τρομοκρατούν με αυτά τους ανθρώπους. Ήδη από την περίοδο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η άκρατη φιλελευθεροποίηση και αστικοποίηση της χώρας οδηγούσε τις εθνικές κυβερνήσεις στη σύναψη δανείων που η εξυπηρέτησή τους απορροφούσε σημαντικό τμήμα του τακτικού προϋπολογισμού. Συνηθισμένη διεθνή πρακτική, απέβλεπε στην ανάπτυξη της οικονομίας, με το κόστος να πέφτει στα μελλοντικά εισοδήματα της κοινωνίας.

Μεταξύ 1879 και 1890 το ελληνικό κράτος συνήψε οκτώ εξωτερικά δάνεια (στα 1879, 1880, 1884, 1887 – 2 δάνεια – 1889 – 2 δάνεια –και 1890) συνολικού ύψους περίπου 65 εκατ. δραχμών. Αν σε αυτά τα δάνεια συνυπολογιστούν και εκείνα που συνήψε για την “Ανεξαρτησία” της καθώς και των 60 εκατ. προς το βασιλιά Όθωνα το 1843 – χωρίς να υπολογίσουμε την περίοδο της μετα-οθωνικής εποχής που τα εξωτερικά δάνεια δεν ξεπερνούσαν τα 120 εκατ. δρχ. – μπορούμε πολύ εύκολα να αντιληφθούμε την πολύ σημαντική αύξηση της δανειακής επιβάρυνσης της χώρας, η οποία αναπόφευκτα σήμανε και την ανάλογη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.

Οι εξουσιαστές της εποχής είχαν πράγματι ταυτιστεί στη συνείδηση των ανθρώπων με την αύξηση των φόρων, οι περισσότεροι μάλιστα εκ των οποίων ήταν νέοι έμμεσοι φόροι και γι’ αυτό κατ’ εξοχήν κοινωνικά άδικοι, σε μια περίοδο που το εισόδημα ακόμη δεν φορολογείτο. Εκείνο που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το ήδη διογκωμένο δημόσιο χρέος ήταν οι όροι των δανείων. Όλα εκδίδονταν κάτω του αρτίου: από το ονομαστικό κεφάλαιο των 630 εκατ. το κράτος εισέπραξε μόνο 459 εκατ. με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια να κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα από τα ονομαστικά, που ήταν ήδη υψηλότερα από τα τρέχοντα στην Ευρώπη. Εκτός αυτού, εν όψει των δανείων, οι εξουσιαστές δεν δίσταζαν να παίρνουν προκαταβολές από τις τράπεζες με υψηλά επιτόκια. Με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες αύξαναν τα κέρδη τους, ενώ το κράτος λόγο των ετήσιων τοκοχρεολυτικών δόσεων, καθιστούσε το βάρος του προϋπολογισμού δυσβάστακτο.

To αυξημένο δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με την υποτίμηση της δραχμής που είχε γίνει ήδη από το 1885, έφερε τη χώρα στη θέση του παραβάτη των κανόνων της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας (πυλώνας της οποίας ήταν τότε ο κανόνας του χρυσού). Ο περιορισμός της διαγνωσθείσας «πληθωρικής κυκλοφορίας» της ελληνικής οικονομίας θα έμπαινε έτσι στο στόχαστρο του Διεθνή Οικονομικού Ελέγχου.

Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Χαρίλαος Τρικούπης κατά την τελευταία πρωθυπουργία του ανήγγειλε με τη φράση «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν» την οδυνηρή επιλογή του Δεκεμβρίου 1893. Αυτή η αναγγελία δεν σήμαινε τίποτε άλλο από το γεγονός ότι η χώρα αδυνατούσε πλέον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της. Την αδυναμία της αυτή θα ακολουθούσε μια περίοδος διαπραγματευτικών προστριβών κατά την οποία οι δανειστές επιδίωκαν άμεσα ή έμμεσα να αναλάβουν τη διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Κάτι που δεν άργησε να γίνει οδηγώντας την στο νόμο περί διεθνούς ελέγχου του Φεβρουαρίου 1898, με τον οποίο συστάθηκε η «Διεθνής Οικονομική Επιτροπή» (που αργότερα μετονομάστηκε σε Commission Financière Internationale) για την εξυπηρέτηση του χρέους, πράγμα που υποδήλωνε ότι ορισμένα έξοδα του κράτους, μονοπώλια και δασμοί των πιο προσοδοφόρων λιμανιών, έμπαιναν κάτω από ξένη διαχείριση, ώσπου να εξοφληθούν τα χρέη του ελληνικού δημοσίου προς τους δανειστές του.

Σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την περίοδο του 1893 και η χώρα βρίσκεται για ακόμη μια φορά σε ανάλογη κατάσταση: στενή εποπτεία μέχρι οι ευρωπαίοι κυρίαρχοι να πειστούν ότι τα μέτρα που επέβαλαν στην ελληνική κοινωνία είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Με μία διαφορά: τότε είχε προηγηθεί η ελληνική πτώχευση, ενώ σήμερα ο έλεγχος επιβάλλεται προληπτικά.