“δε σε συμπονώ, πτώμα”

Ένας σύντροφος στο πειθαρχικό τάγμα, το “Biribi” του τίτλου του αριστουργήματος του Νταριέν, πεθαίνει σ’ ένα νοσοκομείο, και θάβεται σε δύο κιβώτια καρφωμένα μαζί. Ο αφηγητής, Φρουασάρ, δίνει διέξοδο σε μια κραυγή οργής τυπικής του Γαλλικού αναρχισμού τους τέλους του δέκατου ένατου αιώνα.
Biribi
Ω φτωχέ στρατιώτη. Εσύ που πέθανες φωνάζοντας τη μητέρα σου· εσύ που, στο παραλήρημά σου, αντίκρυσες πίσω σου το όραμα της τρώγλης σου. Θα κοιμηθείς εκεί σε ηλικία είκοσι-τριών, φαγωμένος απ’ τα σκουλήκια της γης που τόσο υπέφερες· όπου πέθανες, μόνος, εγκαταλειμένος απ’ όλους, δίχως κάποιον να καθησυχάσει τους ύστατους φόβους σου, δίχως κάποιο χέρι να κλείσει τα μάτια σου εκτός από κείνο της νοσοκόμας που σου φώναζε κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν οι απεγνωσμένες κραυγές σου τάραζαν τον ύπνο της. Ξέρω πολύ καλά γιατί η ασθένειά σου έγινε ανίατη. Ξέρω καλλίτερα απ’ το γιατρό που στέγνωσε το άχρηστο σώμα σου γιατί κείτεσε στον τάφο. Και σε λυπάμαι μ’ όλη μου την καρδιά, αθώο θύμα, όπως λυπάμαι τη μητέρα σου που ίσως σε περιμένει, μετρώντας τις μέρες, και που θα λάβει μια ξερή και ζοφερή γνωστοποίηση θανάτου.
Εν συνεχεία όμως πάλι, όχι: δε σε συμπονώ, πτώμα! Εν συνεχεία όμως πάλι, όχι: δε σε συμπονώ, μάννα! Δε σας συμπονώ, μ’ ακούτε! Όχι περισσότερο απ’ όσο συμπονώ τους γιους που σκοτώνουν τους αιμοδιψείς, όχι περισσότερο από όσο λυπάμαι τις μητέρες που κλαίνε πάνω από κείνους που τους έστειλαν στο θάνατο. Ω σεις κακές γυναίκες που γεννάτε με κόπο μονάχα για να προσφέρετε τον καρπό των σπλάχνων σας στο Μινώταυρο για να τον φάει. Δεν ξέρετε πως οι λύκαινες προτιμούν να σφαγιαστούν απ’ το να εγκαταλείψουν τα νεογνά τους, και πως υπάρχουν ζώα που πεθαίνουν όταν τους παίρνουν τα μικρά τους; Δεν καταλαβαίνετε πως εάν δεν είχατε την τύχη να είστε στείρες θάταν καλλίτερα να ξεσχίζατε τους γιους σας με τα ίδια σας τα χέρια απ’ το να τους μεγαλώσετε σε ηλικία είκοσι ενός και εν συνεχεία να ριχτούν στα νύχια κείνων που τους κάμουν οβίδες για κανόνια; Δεν έχετε νύχια στις άκρες των δαχτύλων σας για να υπερασπιστείτε τους γιους σας; Δεν έχετε δόντια να δαγκώσετε τα χέρια των καταραμένων δολοφόνων που τους έκλεψαν από σας; Σεις επιτρέψατε να γίνει αυτό σε σας· δεν αντισταθήκατε. Και εν συνεχεία στη μαύρη μέρα της τραγωδίας θέλετε να σας συμπονάμε όταν τα οστά του παιδιού σας, έπεσαν σε μια μακρινή γη, καταβροχθίστηκαν από ύαινες και άσπρισαν κάτω απ’ τον ήλιο εγκαταλειμένων νεκροταφείων. Θέλετε να σας συμπονάμε και να σεβαστούμε τα δάκρυά σας; Συγγνώμη, αλλά δε συμπάσχω μαζί σας για τα βάσανά σας, κι οι λυγμοί σας μ’ αφήνουν αδιάφορο. Διότι ξέρω πως δε θα μαλακώσει με τα δάκρυά σας το ίνδαλμα που ζητά το αίμα των γιων σας· διότι ξέρω πως θα υποφέρετε από φόβο για όσο διάστημα σεις δε θα έχετε ξεσχιστεί με τα ίδια σας τα χέρια, για όσο διάστημα δε θα έχετε βγάλει τη φανταχτερή μάσκα πίσω απ’ την οποία το φρικτό πρόσωπό τoυ είναι κρυμμένο. Κιάν δε με πιστεύεις, μάννα που το πτώμα που κείται εκεί φωνάζοντας επί τρία βράδυα, έλα δω. Μίλα του απαλά κι άκου πώς ανταποκρίνεται στην καρδιά σου, εάν η καρδιά σου είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και θα δεις εάν δεν στο πει πως οφείλει το θάνατό του σε σένα, και πως είναι εξ αιτίας αυτού που το σκότωσε που εδώ στον τάφο του δόθηκε, σαν ένα μακάβρια ειρωνικό χαστούκι στο πρόσωπο για την αδυναμία σου, ο πανηγυρικός ενός ηλίθιου.
Κείνο το βράδυ συναντώ τον Λακρουά. Στη μέση ενός κύκλου δεκαπέντε ή είκοσι ανδρών που ακούνε με το στόμα τους ορθάνοιχτο, διαβάζει και ξαναδιαβάζει τον επικήδειό του. Τα χειροκροτήματα πέφτουν βροχή.
“Αυτό είτανε καταπληκτικό!”
“Θάπρεπε να τ’ ακούγατε στο νεκροταφείο. Τί εντύπωση που έκανε.”
Ένας απ’ αυτούς με βλέπει και με ρωτά:
“Αυτό είτανε πραγματικά καλό, έτσι Φρουασάρ;
“Σκατά!”
1890 
Μετάφρ. aixmi