η κρίση των θεσμών ή ο θεσμός της κρίσης;

«Η εμφάνιση μιας κρίσης είναι μια πολιτική πράξη και όχι αναγνώριση ενός γεγονότος ή μιας σπάνιας κατάστασης… οι κρίσεις εκλογικεύουν πολιτικές που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για όσους ήδη βρίσκονται σε μειονεκτική θέση» (Μάρεϋ Έντελμαν)

Kάθε κράτος τείνει στον ολοκληρωτισμό, όπου το κράτος είναι πανταχού παρόν και ελέγχει κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Ουσιαστικά καταργεί απόλυτα και το άτομο και την κοινωνία ως υποκείμενα διαμόρφωσης της πραγματικότητας. Το κράτος σήμερα έχοντας διδαχθεί από τα τραγικά ολοκληρωτικά μοντέλα-παραδείγματα των Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο, του σοβιετικού κράτους και πολλών δικτατοριών ανά τον κόσμο, έχει αντιληφθεί πως η απολυταρχία  που βασίζεται στη βίαιη καταστροφή της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης με την επιβολή των μεταφυσικών ή μη αξιών του κρατισμού  έχει αδιέξοδη πορεία. Η «αντιπαράθεση» μεταξύ των «φιλελεύθερων» και «ολοκληρωτικών» κρατών ήταν μια καλή αφορμή για πολλές επιχειρήσεις εξολόθρευσης από τα κράτη, δηλαδή πολέμους, οι καταστροφικότεροι από τους οποίους έχουν μείνει γνωστοί σαν πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και «ψυχρός πόλεμος». Αλλά κυρίως η αντιπαράθεση αυτή προσέφερε ιδεολογική βάση και «αγωνιστικό» περιεχόμενο στο «φιλελεύθερο καπιταλιστικό» μοντέλο κυριαρχίας. Τώρα που έχει λήξει αυτή η «αντιπαράθεση», μια και έχει πια απόλυτα εγκαταλειφθεί η κλασσική ολοκληρωτική κυριαρχία, δοκιμάζεται μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού που μοιάζει καλά προετοιμασμένη από τους επιστήμονες της πολιτικής.

Ενώ ο κλασσικός ολοκληρωτισμός-φασισμός απαιτεί την ταύτιση της κοινωνίας με το κράτος, τώρα δοκιμάζεται μια αντιστροφή με το ίδιο όμως αποτέλεσμα.

Αφού έντεχνα εμφανίζεται μια αδυναμία της κοινωνίας να αναπτύξει την όποια δράση, να λειτουργήσει προς κάποιο σκοπό και πολύ περισσότερο να οργανωθεί ανεξάρτητα από το κράτος, έπειτα το κράτος έρχεται (με διάφορες μεθόδους) να οικειοποιηθεί τις λειτουργίες αυτές της κοινωνίας. Έτσι, τον έλεγχο της εξουσίας, που σύμφωνα με την πολιτική θεωρία της δημοκρατίας πρέπει να ασκούν οι πολίτες, τώρα τον έχουν αναλάβει από τη μία «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» (ΜΚΟ) και από την άλλη νέοι «ανεξάρτητοι θεσμοί του κράτους». Οι ΜΚΟ είναι ουσιαστικά παρακρατικές οργανώσεις μια και χρηματοδοτούνται αλλά και κατευθύνονται (με τους νόμους και όχι μόνο) από το κράτος, δηλαδή διαπλέκονται άμεσα με αυτό και υποκαθιστούν λειτουργίες που υποτίθεται ότι θα επιτελούσε αυτό. Οι ανεξάρτητες αρχές που ελέγχουν το κράτος, όπως ο «συνήγορος του πολίτη», ο «συνήγορος του καταναλωτή», η «αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων», το «ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο» κ.ά. είναι κρατικές κατασκευές που προσπαθούν να περιορίσουν την κρατική αποσάθρωση.

Στην πραγματικότητα έχουμε μια μεταμόρφωση του κράτους από τη μορφή του κράτους με σκληρό πυρήνα και απόλυτη ιεραρχία, σε ένα κράτος με πολλούς μικρότερους περιφερειακούς πυρήνες εξουσίας που διαπλέκονται μεταξύ τους με πολύμορφες σχέσεις (όχι πάντα γραφειοκρατικού τύπου). Αυτή είναι η ουσία του δόγματος του «λιγότερου κράτους» που προπαγανδίζουν τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ.

Με τον τρόπο αυτό το κράτος επιχειρεί να οικειοποιηθεί τις λειτουργίες της κοινωνίας και τελικά να ταυτιστεί με αυτήν. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να ασκεί το ίδιο τον έλεγχό του. Έτσι, όλες αυτές οι «ανεξάρτητες αρχές» και οι ΜΚΟ αναλαμβάνουν τον έλεγχο των πιο παραδοσιακών θεσμών-μηχανισμών του κράτους. Οι θεσμοί-μηχανισμοί αυτοί είναι εξαρχής διεφθαρμένοι, με την έννοια ότι αδυνατούν ουσιαστικά να λειτουργήσουν με βάση τους τύπους λειτουργίας τους. Η διαφθορά αυτή είναι σύμφυτη με τη γραφειοκρατία, την ιεραρχία και την εξουσιαστική λογική. Άρα, σε μια εξουσιαστική οργάνωση, οι θεσμοί υπάρχουν για να υπηρετούν τα συμφέροντα των εξουσιαστών και η υπηρεσία αυτή παρέχεται είτε με βάση τους νόμους είτε πέρα από αυτούς.

Τα φαινόμενα διαφθοράς είναι φυσικό αποτέλεσμα της συσσώρευσης της εξουσίας στα χέρια λίγων. Το κράτος και το κεφάλαιο παράγουν μόνο βία. Ένα μέρος από τη βία αυτή γυρίζει πίσω στο κράτος και το κεφάλαιο. Όταν σε κάποιους λειτουργούς του κράτους παρέχεται εξουσία για να επιτεθούν στην κοινωνία είναι πιθανό να στρέψει την εξουσία του αυτή και ενάντια στο κράτος για ιδιοτελείς σκοπούς.

Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε δύο τύπους διαφθοράς. Τη διαφθορά που παραβιάζει τους τύπους λειτουργίας των θεσμών αλλά ενεργεί προς το συμφέρον του κράτους (π.χ. οι παράνομες φυλακές τύπου Γκουαντάναμο) και τη διαφθορά που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα του κράτους προς όφελος ατόμων που δουλεύουν σε αυτό (π.χ. υπεξαιρέσεις κρατικών χρημάτων). Η κυριαρχία σήμερα όπως και πάντα είναι κυριαρχία των εξουσιαστών (δηλαδή των προσώπων) και όχι κυριαρχία των νόμων. Άρα, το πρώτο είδος διαφθοράς (των λειτουργιών των θεσμών και των νόμων) δεν έχουν ουσιαστικά αρνητικά αποτελέσματα στη λειτουργικότητα αλλά μόνο στην «εικόνα» του κράτους. Το δεύτερο είδος διαφθοράς που ζημιώνει και λειτουργικά το κράτος είναι στην ουσία μια διαμάχη ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, της γραφειοκρατίας και του κεφαλαίου. Το «φακελάκι», το «λάδωμα» κτλ. ουσιαστικά αποδεικνύουν την ισχύ της γραφειοκρατικής ελίτ. Και τα δύο είδη διαφθοράς είναι λοιπόν απόλυτα φυσιολογικά και αναμενόμενα στα σύγχρονα κράτη αλλά προκαλούν σοβαρά πλήγματα στην εξιδανικευμένη εικόνα της Δημοκρατίας, ειδικά όσο οι εξουσιαστές προσποιούνται άγνοια ή αρνούνται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Τα πλήγματα είναι σαφώς μικρότερα όταν το κράτος αποδέχεται την πραγματικότητα, αφού πρώτα τη διαστρεβλώσει.

Όταν η διαφθορά γίνεται αποδεκτή σαν φαινόμενο, αντιμετωπίζεται ως επίκτητο μίασμα της διακυβέρνησης που πρέπει να παταχθεί. Έτσι, βρίσκουν δουλειά όλες οι προαναφερθείσες περιφερειακές δυνάμεις του κράτους. Με τον «πόλεμο κατά τις διαφθοράς» τα πολιτικά κόμματα βρίσκουν αντικείμενο στο λόγο τους που κατά τα άλλα είναι πια κενός ουσίας έστω και από την πλευρά του ρεφορμισμού. Όλα τα κεντρικά συνθήματα των πολιτικών κομμάτων σε κάθε τελευταία εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα σχετίζονται με το θέμα της διαφθοράς και γενικά της λειτουργίας του κράτους. Η «κρίση των θεσμών» είναι το πεδίο του σύγχρονου πολιτικού παιχνιδιού. Μόνο με την παραδοχή ότι η διαφθορά είναι ένα ανεξήγητο φαινόμενο εχθρικό προς το κράτος μπορεί να στηθεί το παιχνίδι αυτό. Όμως, μήπως τελικά η «κρίση των θεσμών» είναι στην πραγματικότητα ένας νέος θεσμός που στοχεύει την ιδεολογικοποίηση της κρίσης ως πεδίο του πολιτικού λόγου; Ο «κυνηγός διαφθοράς» είναι ένας διαφημιστικός ρόλος για το ίδιο το κράτος. Οι «Ράμπο» της εφορίας, της πολεοδομίας, του υγειονομικού, οι «αδιάφθοροι» της αστυνομίας κτλ. είναι μόνο ένα διαφημιστικό τρικ. Το ίδιο και η κάθαρση του παρα-δικαστικού κυκλώματος, της εκκλησίας κτλ.

Η «επιχείρηση Καθαρά Χέρια» του Ιταλού δικαστικού Ντε Πιέτρο πριν κάποια χρόνια ήταν ένα διαφημιστικό τέχνασμα για να δοθεί η αίσθηση της κάθαρσης. Πιστεύει όμως κανείς ότι εξαλείφθηκε ή έστω μειώθηκε η διαπλοκή και η διαφθορά στη γειτονική χώρα;

Φαίνεται λοιπόν πως η μόνη πραγματική κρίση που κρύβεται πίσω από την «κρίση των θεσμών» είναι η κρίση του κράτους και της κοινωνικής οργάνωσης που επιβάλλει.